Το Χρυσο Αγαλμα

Δημιουργός: renouita, ΡΕΝΑ ΟΥΤΣΙΚΑ (renouli)

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

"Για τα σκοτάδια του νου θ΄ανησυχώ,
θ΄ανησυχώ και θα γίνομαι αλλιώτικος,
αλλιώτικος στην ψυχή και στην υφή,
υφή από μάλαμα και λάσπη, γέλιο και οδυρμό.
Για τα σκοτάδια του νου, αν δεν τ' αντέξω,
θα εξαφανίσω τα ελάχιστα καλά μου όνειρα,
θα τα πετάξω στα σκουπίδια, θα τα ταϊσω στα σκυλιά,
να μην θυμάμαι πλέον, να μην με καίνε οι συγκρίσεις.

Η καρδιά μου κινδυνεύει στα χέρια μου,
η καρδιά μου ήταν πάντοτε το σπίτι μου
κι αυτή του κόσμου η παράγκα κινδυνεύει πια,
είναι ένα έρμαιο στη θλίψη.
Αχ! η θλίψη είναι η έρημος που θάβει τους διψασμένους.
Να σταματήσει αυτή η δίψα, πονά το ξεραμένο στόμα,
η γλώσσα πλαταγίζει ανήμπορη να θελήσει το λόγο
και μένουμε πίσω βορά των κορακιών, γιατί διψάμε,
γιατί πεινάμε, γιατί δεν έχουμε κουράγιο να βαδίσουμε."

Κοιτάω τούτη τη θλίψη από μακριά.
Αφήστε με ήσυχο, εγώ αγαπώ ένα άγαλμα.
Είναι από μάλαμα, ασήμι και πετράδια,
με χέρια και πόδια σμιλεμένα ζηλευτά,
από τεχνίτη άξιο, ονειροπόλο και ταλαντούχο.
Έψαχνε χρόνια το χρυσάφι του, γύρισε ολόκληρο τον κόσμο,
κινδύνεψε από κτήνη φρικτά και από άλλους χρυσωρύχους.
Έφερε τα πετράδια από το πιο άγριο βουνό της γης.
Πέθανε στην αγκαλιά του αγάλματος, γέρος πια
και από λυσσασμένες νύχτες ξεμωραμένος.
Είπαν στόμα με στόμα την ιστορία του,
τραγουδήθηκε σε γιορτές, διανθισμένη παραπανίσια,
ενθουσίαζε τους ονειροκυνηγητές, έγινε σχεδόν παράδειγμα.
Κανείς ποτέ δεν έμαθε για τον τεχνίτη εκείνο,
αν είχε άλλες επιδιώξεις.
Έλεγαν όμως, ότι τάχα ένα βράδυ,
τον τράβηξε ένα στοιχειό στον πυρήνα της γης,
τον κράτησε εκεί φυλακισμένο να πίνει βρώμικο νερό,
να τρώει από τις λάσπες της φυλακής του.
Θα πέθαινε ίσως, θα τελείωναν όλα,
χτυπούσε το κεφάλι του στους σάπιους τοίχους,
μην τον προλάβει το μαρτύριο της τρέλας.
Και είδε το άγαλμά του, το ονειρεύτηκε, έτοιμο,
σκαλισμένο, έλαμπε φορτωμένο με πετράδια.
Του άπλωσε το άγαλμα το καλοδουλεμένο χέρι,
το φίλησε εκείνος με λαχτάρα, το μούσκεψε με τα δάκρυά του,
με τα αίματα που έτρεχαν από το χτυπημένο του κεφάλι.
Έλιωσε αυτό μπροστά του, άχρηστο μέταλο κυλούσε στα βρωμόνερα.
"Μην με προδώσεις του είπε πριν χαθεί, φτιάξε με,
σκάλισέ με, θέλω να ζήσω αιώνια
να με θαυμάζουν όλοι μέχρι το τέλος του κόσμου.
Θέλω να βάλεις διαμάντια στα μάτια μου, οπάλια στα χείλη μου,
θέλω τα βλέφαρα βαριά από μαύρο ατσάλι,
ρούχα από φεγγαρόνημα και σταλακτίτες. Σήκω!"
Έτσι άντεξε εκείνος την πρώτη του περιπέτεια,
και είναι τα λόγια τα δικά του, που ξεκινάνε τούτο το τραγούδι.

Τώρα είναι δικό μου τούτο το άγαλμα.
Το κουβαλώ κι εγώ στην πλάτη μου
κι όταν θα φτάσω στο σπίτι μου, θα έχει κιόλας γκρεμιστεί.
Πολλοί θα πουν: " Δεν θα ταιριάζει στα συντρίμια,
το σμιλεμένο μάλαμα!" Αυτοί δεν ξέρουν.
Δεν θα είναι εκεί να δουν τη λάμψη που θα σκορπίζει γύρω.
Όταν θα φτάσω θα έχει καταλαγιάσει η σκόνη
κι εγώ θα σπρώξω στην άκρη τα χαλάσματα.
Τι κι αν θα είναι της καρδιάς μου, άλλη καρδιά θα κάμω.



Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-10-2009