Μωβ πεταλούδα Δημιουργός: ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info ήμουν σίγουρος πάλι εσύ ήσουν,που στοίχειωσες το όνειρο μου,περνώντας σα νεραίδα με το μωβ φουστάνι σου,έπρεπε όμως να είμαι σίγουρος...σηκώθηκα απ το κρεβάτι κι αποφάσισα να πάρω απαντήσεις...θα πρεπε να βρω τα πλάσματα των ονείρων και να τα ρωτήσω,εκείνα σιγουρα θα ξερουν,που γυρνάς...
βγήκα στο δρόμο δίχως να ξερώ ακριβώς τι ψάχνω,άρχισα να περπατάω προς μια τυχαία κατεύθυνση...
πλάσματα των ονείρων μα που να φωλιάζουν άραγε όταν είσαι ξύπνιος;...ξύπνιος;,ξύπνιος;...ρε συ μήπως έπρεπε να γυρίσω πίσω και να ξανακοιμηθώ;...όχι,όχι δεν έχει αποδειχθεί φίλος ο Μορφέας τις τελευταίες μέρες,...εκεί που με κρατάει στην πουπουλένια του αγκαλιά,κι εγω αρίζω να βυθίζομαι,άξαφνα με πετάει απ αυτή,κι αρχίζει να γελάει,να γελάει...
ανατρίχιασα από το σφύριγμα τ ανέμου,θύμισε τόσο το διαπεραστικό γέλιο του Μορφέα...
απελπίστηκα που θα βρισκα τα πλάσματα τ' ονείρου,να ρωτήσω για σένα;...δίχως να το καταλάβω περιπλανιόμουν στα γραφικά σοκάκια των Αναφιώτικων...'ετσι που στριφογυρίζουντα σοκάκια,θυμίζουν το λαβύρινθο των σκέψεων μου...όχι κι από δω αδιέξοδο,πρέπει να γυρίσω πίσω...μπα με τίποτα δε θα βρισκα έστω κι ένα πλάσμα του ονείρου...έστριψα δεξιά,αριστερά και πάλι αριστερά και μετά δεξιά...μα που θα βρισκα ένα πλάσμα του ονείρου...άρχισα ν ανηφορίζω...αδιέξοδο έμοιαζε κι αυτό το σοκάκι...συνέχισα...μήπως ΄μες στο μαξιλάρι μου να χει απομείνει κανένα όνειρο;....μπα αποκλείεται δεν βλέπω πια όνειρα,η μωβ παρουσία σου τα μετατρέπει όλα σε εφιάλτες...κι όμως δεν είναι αδιέξοδο,έχει σκαλιά...ανεβαίνω...και βρίσκομαι ακριβώς πάνω απ τ αναφιώτικα,κάθομαι στην ταράτσα του τελευταίου σπιτιού,δίχως να ρίξω ματιά στον στα τείχη του Παρθενώνα που υψώνονται λιγο πιο ψηλά...
η υγρασία με περονιάζει,είναι πολύ ώρα τώρα που δε νιώθω τ αριστερό μου γόνατο...βασικά τίποτα δε νιώθω...ψέμματα μόνο την καρδιά μου νιώθω να ματώνει,να ματώνει όλο και περισσότερο,...
έχω μέρες να γράψω,ούτε θυμάμαι που χω παρατησει την πένα μου,χαμένο πηγαίνει τόσο αίμα...
κοιτώ για μια στιγμή το Λυκαββητό,από τη θέση εκείνη για έναν ανεξήγητο λόγο μου θυμίζει μανιτάρι...ύστερα βυθίζομαι στις σκέψεις,σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ...ένα πουλί της νύχτας κάπου στ αριστερά,προς Θησείο,έκρωξε θάνατο...πως το χε πει ο Αχιλλέας;...κάπως έτσι μου φαίνεται,...να ζεις στο όνειρο αλλά ν αφήνεις πάντα κάτι να σε κρατάει στην πραγματικότητα...αυτό έπρεπε να κάνω...να βρω τι με κρατάει στην πραγματικότητα και να το εξαφανίσω...άρχισα να σκέφτομαι...
το μυαλό έτρεξε σε δοκιμασμένες λύσεις,...κι όμως αυτό προκαλεί η χρήση...,φυγή από την πραγματικότητα,ξεχνάς τον πόνο,τη θλιψη...εσένα...μα δεν κρατάει για πάντα...
κι ύστερα η σκέψη πέταξε,διέσχισε τη θάλασσα κι άρχισε να ηρεμεί,όταν κάπου στο βάθος είδε την κωνική κορυφή του Άθωνα να χαμογελά,άκουσε χιλιάδες τάλαντα να χτυπούν,να χτυπούν...
μαύρες φιγούρες γέμισαν τη χερσόνησο κατευθυνόμενες προς το κυριακό για τον όρθο...προσγείωση απότομη,μια παρέα επέστρεφε από τη νυχτερινή διασκέδαση,πετούσαν μπουκάλια και χαχάνιζαν δίχως να ξέρουν γιατί...
από κει ψηλά όλοι η ήχοι της πόλης περνούν...αυτό ήταν οι αισθήσεις,αυτές με συνδέουν με την πραγματικότητα...έκελισα τα μάτια κι αφέθηκα...
ξύπνησα οι ηλιαχτίδες με τύφλωναν,ο Εθνικός Ύμνος αντηχούσε στ αυτιά μου,τα μέλη μου πονούσαν,εκί πάνω στο τσιμέντο που χα κοιμηθεί,μια πικρή γεύση στο στόμα κι ύστερα,ύστερα είδα τη μωβ πεταλούδα,πλάσμα των ονείρων μου,άρχισα να την κυνηγώ...σαν τρελός,χοροπηδούσα στο πλακόστρωτο,περνώντας από το εκκλησάκι πιο κάτω,ποιο να ναι,ποτέ δεν είχα ρωτησει,χτύπησα το σήμαντρο και συνέχισα το κυνήγι ως κάτω στο Μοναστηράκι...ξαφνικά την έχασα..έμεινα σιωπηλός μπρος σε μια βιτρίνα...έριξα μια τελευταία ματιά μεσα στο μαγαζί και τότε κατάλαβα,η μωβ πεταλούδα,...ήμουν εγώ...εγώ...εγώ...γέλασα δυνατά,παρανοικά,ύστερα σκέφτηκα πως δε γελούν οι πεταλούδες εφυγα κατακόκκινος... Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-10-2009 | |