Ο μονόκερος

Δημιουργός: ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

...με βρήκες νε περιτριγυρίζω με τη μοναξιά στα πέτρινα μονοπάτια της εξορίας μου.Εκεί,που δεν έχει εποχές και μήνες...εκεί που δώδεκα μήνες το χρόνο έχει χειμώνα και πάντα είναι νύχτα άναστρη.Λένε πως σ αυτή τη χώρα το φεγγάρι βγαίνει μια φορά κάθε χίλια χρόνια,κι αν είσαι τυχερός και το δεις,βρίσκεις τη μοναδική πύλη στα τείχη της...τη φεγγαρόπορτα...
εγώ όμως ήμουν πιο τυχερός απ τους τυχερούς,εμένα με βρήκες εσύ...
εκείμη τη μία νυχτα απ τις αλλεπαλληλες νύχτες,τη μοναδική εκείνη νύχτα που χιόνισε...κι ας ήταν πάντα χειμώνας εκεί,ποτέ δε χιόνιζε...το χιόνι είναι όμορφο,αταίριαχτο στο βασίλειο της θλίψης...
σαν την αυγή ήρθες και γέμισες φως τη΄ν αιώνια νύχτα,ένιωσα ζέστη πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια άκουσα τους χτύπους της καρδιάς μου...μου είπες έλα...και ήρθα...γέλασα,ένα γέλιο περίεργο...αν κάποιος με βλεπε θα νόμιζε πως είχα πάθει κάποια κρίση...τρανταζόμουν ολόκληρος...οι μυς του προσώπου άδικα πάλευαν να ζωγραφίσουν το γέλιο στο πρόσωπο μου...άναρθρες κραυγές έβγαιναν απ το στόμο μου,...είχα ξεχάσει να γελάω!...απελπίστηκα...έλα μου ξαμαπες,θα σε ξαναμάθω να γελάς...με πιασες απ το χέρι κι αρχίσαμε να πετάμε...ευτυχώς έξω απ τα τείχη της θλίψης ήταν νύχτα...αχόρταγα ρουφούσα κάθε εικόνα της νύχτας,της παραγματικής νύχτας...αστέρια,αστέρια,πολλά αστέρια,αμέτρητα αστέρια...
με πήγες στο σπίτι σου,μου στρωσες να κοιμηθώ,σε παρακάλεσα να κοιμηθώ στο μπαλκόνι,μου πες πως είναι χειμώνας...σε παρακαλώ,δεν αρνήθηκες,δεν μπορούσες να μου χαλάσεις χατήρι...ήθελα να βλέπω τ αστέρια,πόσο μου χαν λέιψει τ αστερια...άνοιξες το μπαούλο στη γωνία,δίπλα στο τζάκι...φωτιά πόσο μου χαν λείψει οι φλόγες της,έμεινα να την κοιτώ,προσπαθούσα να θυμηθώ τα παραμύθια της γιαγιάς,δε θυμόμουν κανένα,αύριο θα σου ζητούσα να μου πεις τα παραμύθια,όλα τα παραμύθια...
μου είπες έλα,σ ακολούθησα,βγήκα στο μπαλκόνι,μου χες στρώσει στη γωνιά,δίπλα στο νυχτολούλουδο,άρχισα να χορεύω,ένα χορό αλλόκοτο,μεθυσμένος από τη μυρωδιά...
ξάπλωσα με σκέπασες και με φίλησες στο μέτωπο...δάκρυσα!...κι άρχισα να γελώ...τα μάγια λύθηκαν...κάτι μου ψιθύρισες,θα το θυμάμαι για πάντα κι ας μη θυμάμαι τι μου πες...πήγες μέσα κι μ άφησες μόνο,ολομόναχο χωρίς τη μοναξιά...
χαιδεψα το πάπλωμα που χες βγάλει απ το μπαούλο κι ανατρίχιασα...ήταν γεμάτο με τα πούπουλα του ασχημόπαπου και ραμμένο με κλωστή από τρίχα μονόκερου...
θα μου πάρεις ένα μονόκερο;...θυμήθηκα τις παιδικές μου επιθυμίες...ποτέ δε μου απάντησες πατέρα...κι εγώ περίμενα κάθε φορα που γυρνούσε σπίτι να κρατάς ένα μονόκερο...ποτέ δε ν τον έφερες...αύριο θα σε ρωτούσα άν έχεις το κέρατο του μονόκερου...αν είχα ένα,θα χα γίνει ποιητής,θα κάρφωνα τη θλίψη και με το αίμα της θα γραφα ποιηματα...για την αγάπη και το θάνατο γράφουν οι ποιητές...έτσι νομίζουν...η ομορφιά της θλίψης είναι που κάνει ποιηση την αγαπη και το θάνατο...αν το ξεραν δε θα γραφαν,νομιζουν πως η θλίψη δεν είναι όμορφη και πως κανείς δε θα θελε να διαβάζει γι αυτή...τους ξεγέλασε όμως...κρύφτηκε στα ομορφότερα πράγματα...κι ετσι όλοι γράφουν γι αυτή...
πριν κοιμηθώ σκέφτηκα να ξυπνήσω την ώρα που βγαίνει ο ήλιος και να κλέψω όλα τα χρώματα της ανατολής...θα βαφα μ αυτά ένα απ τα τριαντάφυλλα της αυλής σου και τη μωβ πεταλούδα μου...΄θα τ άφηνα στην κάμαρα σου,σα θα ξυπνούσες η ανατολή θα πετούσε μες το δωματιό σου που θα μύριζε αυγή...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-10-2009