Στη βάρκα

Δημιουργός: χρηστος καραμανος, ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΟΣ

ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΟΣΕΣ ΜΠΑΙΝΟΥΝΕ ΣΕ ΒΑΡΚΕΣ!!!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το καλοκαίρι πέρασε, μα εγώ όμως σε θυμάμαι,
κι όταν πέφτω για ύπνο, δύσκολα εγώ κοιμάμαι,
σκέπτομαι εκείνη την βραδιά, επάνω εις την βάρκα,
τότε που εμείς νυχτιάτικα, κάναμε μία τσάρκα.
-
Καθόσουν μόνη σκεπτική, επάνω σ ένα βράχο,
μια τέτοια κούκλα όμορφη, σκέφτηκα πως θε νάχω,
γι αυτό και σε πλησίασα, ρωτώντας σε, τι έχεις,
κι αμέσως μου αποκρίθηκες, κλαίγοντας, δεν αντέχεις.
-
Μου τάπες όλα ομορφονιά, κάτω απ το φεγγάρι,
τα δάκρυα σου σκούπισα, λες κι ήμουνα σφουγγάρι,
σε πήρα τότε αγκαλιά και σου΄δειξα στοργή,
κι αμέσως με ευχαρίστησες, με ένα σου φιλί.
-
Πίστεψα πως στην έπεσε, μια μέρα ο πατριός σου,
και πριν πεντέξι μήνες, ο ξαδερφογαμπρός σου,
εσύ ήσουνα το θύμα, κι αυτοί μεγάλα τέρατα,
δεν ήθελες να βάλεις, σε άλλες γυναίκες κέρατα.
-
Τι ήθος λέω από μέσα μου, έχει αυτή η κοπέλα,
κι αμέσως την μασάω, την γλυκιά σου καραμέλα,
που να το φανταζόμουνα, πως ήσουν κάτι άλλο,
κι εγώ άλλο ένα θύμα σου, πάρα πολύ μεγάλο.
-
Με οδηγείς μονάχη σου, μέσα στην Μανταλένα,
και όλα σου τα ρούχα, τα βγάζεις ένα-ένα,
μένεις με τα εσώρουχα, κι αρχίζεις μουγκρητά,
σκίσε με απόψε φίλε, κάντο μου δυνατά.
-
Ακόμη δεν γνωριστήκαμε, κι ούτε αγαπηθήκαμε,
με αισθήματα καλή μου, οι δυο μας δεν δεθήκαμε,
εγώ δεν εξυπηρετώ, κυρίες σαν και σένα,
είμαι απ τα μυστήρια, σου λέω εγώ, τραίνα.
-
Άστα αυτά ρε φίλε, δεν είσαι ο Καραμάνος,
η φήμη σου τεράστια, τι με κοιτάς σαν χάνος,
ήσουν στην τηλεόραση, όμορφος όπως πάντα,
όποτε δείχνει εφοριακούς, εσύ είσαι η λεζάντα.
-
Και τότε εσύ με έπεισες, πράγματι με είχες δει,
εγώ να συλλαμβάνω, την φοροδιαφυγή,
ήμουν με το κουστούμι μου και την χακί γραβάτα,
φοροφυγάδες έπιανα, κινούμενος σαν γάτα.
-
Μπαίνουμε τότε και οι δυό, στη βάρκα που κουνιόταν,
κι αμέσως μου εζήτησες ό,τι, το μυαλό σου ονειρευόταν,
βγήκαμε για τα ανοιχτά, τι όμορφη η βαρκάδα,
βγάζεις από την τσάντα σου, μια ωραία βυσσινάδα.
-
Θέλω να ξεδιψάσω, λίγο πριν μου το κάνεις,
κοίταξε όσο γίνεται, πιο μέσα να τον βάνεις,
θέλω να νοιώσω απόψε, τι εστί κομμουνιστής,
τι εστί άντρας δυνατός, ωραίος και βαρύς.
-
Αφού ήπιες το αναψυκτικό, έπεσες στην αγκάλη μου,
η βάρκα που κουνιόταν, μεγάλωσε την ζάλη μου,
το πάθος όμως που έδειξες, με έκανε καλά,
παρότι ήμουν, φίλοι μου, κάμποσα εγώ κιλά.
-
Κουνιότανε η βάρκα, κουνιόμουνα κι εγώ,
το παλαμάρι που έπιανες, ήτανε ζωντανό,
μπράβο Χρηστάρα μούπες, δικαίωσες τη φήμη σου,
μην πεις όμως τόνομά μου, στου λόγου, εσύ την ρύμη σου.
-
Τώρα πώς να σε λέγανε, πράγματι δεν θυμάμαι,
μα έρχεσαι στον ύπνο μου, όταν εγώ κοιμάμαι,
μου λες ότι με αγαπάς και ότι πολύ με νοιάζεσαι,
να με φροντίζεις από μακριά, καθόλου δεν κουράζεσαι.
-
Ύπαρξη είσαι τέλεια, κούκλα μου πενεμένη,
η εμπειρία σου με εμέ, σ έβγαλε μυαλωμένη,
σε βάρκες όταν μπαίνεις και τα προσφέρεις όλα,
πρόσεξε μην το παίξεις και σ άλλους χαζοβιόλα.
-
Ξεχνάω εγώ την τσάρκα μας, εκείνη την βραδυά,
ας κλαίει ακόμα η βάρκα μας, είμαστε μακριά,
πάρε λοιπόν το δρόμο σου, κι ας σε θυμάμαι ακόμη,
δεν θέλω από εσένανε, ποτέ καμιά συγγνώμη.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΟΣ

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-11-2009