Διελκυστίνδα

Δημιουργός: ατάλαντη

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σ’ ουράνια, με βάλανε,
να παίξω διελκυστίνδα,
και μου ‘πανε όποια πλευρά
θελήσω να διαλέξω.
Στη μια μεριά, αγγέλοι ευρίσκοντο
χιλιάδες μαζεμένοι, και
στης απέναντι το νήμα
τελώνια και δαιμόνοι.
Χωρατατζής, μου ‘μοιασε,
να σκάρωσε τούτο τ’ αστείο
και το ‘βαλα στα γέλια.
Μ’ αστείο δε λογάριασαν
να κάμουν με τ’ ανθρώπου την κρίση,
κι ορκίστηκαν σε μένανε
να πάψω να χλευάζω.
Ευθύς και γω σταμάτησα,
και στης βάγιας μου
το γάλα τους ξορκίζω
πως άθελά μου λάθεψα.
Κι υπάκουα τη θωριά μου έστρεψα
στων αγγέλων τη συστοιχία.
Μα ήτο το φως υπέρλαμπρο
π’ ανάβλυζαν οι ψυχές τους και
με τύφλωσε, και
τράβηξα το βλέμμα βιαστικά,
από φόβο, τα μάτια μου μη χάσω.
Κι έτσι ζερβά όπως εκούνησα
των ώμων μου το βαρίδι,
απάνω, η ματιά μου έπεσε
στου διαβόλου το μπουλούκι.
Ανόμοια και άταχτη
φάνταζε η μάζωξή τους, κι
αβάσταχτη ανάβλυζαν
τα κορμιά τους δυσωδία.
Οι δε μορφές τους, φοβερές,
κι αδύνατο μου φαίνεται
να σας το περιγράψω.
Κι ακούραστα
στης μοίρας μου το κάλεσμα
κόντεψα ν’ απαντήσω.
Για τούτο, ευθύνονταν οι έκπτωτοι
του βλάσφημου οι σκύλοι.
Μα πριν προλάβω με βουλή
τη γλώσσα να ποτίσω,
στων απόκληρων το βόρβορο
γνωστή μορφή
τις κόρες μου γεμίζει.
Κι η ανάσα μου αραίωσε-
σ’ ανήφορο θαρρείς κι
ανέβηκε η ψυχή-, και
στα στήθη μπλέχτηκε
κραυγή π’ απότομα αφέθη.
Αλί μου, δε λογάριασα
σε τούτο το παιχνίδι
τη συφορά πως θα ‘βρισκα
στης νιότης μου το βήμα.
Η κρίση μου μ’ οδήγησε
σε άλλο μονοπάτι,
μα της καρδιάς μου ο θησαυρός
σ’ απέναντι είναι όχθη.
Κι όπως οι κουμαρτζήδες
όταν χάνουνε στην πρέφα,
έτσι και γω βλαστήμαγα
της μάνας μου το γέννημα.
Μα της οργής το όχημα
που ο λόγος το κινούσε,
αβίαστα, σταμάτησε η πεθυμιά.
Κι ελπίζοντας συγχώρεση
να λάβω σα στερέψω,
στων σατανάδων,
τράβηξα το βούρκο.



25-11-2009

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-11-2009