Κάτω από την ελιά

Δημιουργός: χρηστος καραμανος, ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΟΣ

ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΥΠΕΡΟΧΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΜΑΣ!!!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Επήγα εγώ εις το χωριό, το λάδι να μαζέψω,
τι πάει να πει αγροτική ζωή, το έμαθα απέξω,
ήμουνα πάνω στο βουνό και γύρω μου γκρεμίλες,
μου φύγανε τα νεύρα μου και οι πολλές τσαντίλες.
-
Πήρα εργάτες τέσσερεις, λίγο να με βοηθήσουν,
μα παραλίγο φίλοι μου, να με γκρεμοτσακίσουν,
η σκάλα δεν κρατιότανε, γλίστραγε μες τα χόρτα,
πολλούς θορύβους άκουγα, λες κι έτριζε μια πόρτα.
-
Έπεσα από τα ψηλά, που με κόπο είχα ανέβη,
κι ένοιωσα σαν να έτρωγα, στην κεφαλή δυο σκεύη,
ένας κορμός που έσπασε, με βρήκε εις την πλάτη,
δεν κάνω εγώ για μάζεμα ελιών, μονάχα για ραχάτι.
-
Ένα κλωνάρι από ελιά, θα μούβγαζε το μάτι,
μα ευτυχώς μια εργάτρια, που ερχότανε κεφάτη,
πολύ με εβοήθησε και μου έπλυνε τη μούρη,
αυτός σου ο τραυματισμός, μου λέει, σου φέρνει γούρι.
-
Κι ενώ οι άλλοι δούλευαν, επάνω στις ελιές,
αυτή περιποιότανε, όλες μου τις πληγές,
με έπιανε από εδώ, με έπιανε πιο κάτω,
πρώτη φορά, μου λέει, βλέπω τόσο βαρβάτο.
-
Στέλνω τους άλλους για φαϊ και μένουμε μονάχοι,
και κάτω απ την ελιά εμείς, το κάναμε σαν βλάχοι,
ποτέ δεν το περίμενα, πως με μια εργάτρια γης,
θα το έκανα υπέροχα, έστω και καταγής.
-
Μου μύριζε το πράμα της, φρέσκο κατσικίσιο γάλα,
και ήταν τα μαστάρια της, από τα πιο μεγάλα,
τα βύζαινα συνέχεια και πολύ εκστασιαζόμουν,
πανέμορφα λοιπόν, φίλοι μου, εις το βουνό γαμιόμουν.
-
Την γύρισα τανάποδα, να δω την πίσω θέα,
κι αυτή μου αποκρίθηκε, πως της το κάνω ωραία,
πρώτη φορά επιστήμονας, έμπαινε στο κορμί της,
και τόσο επιστημονικά, έπαιρνε το φιλί της.
-
Πιάστηκε κι από ένα κλαδί και ήταν στον αέρα,
με κόλπα αεροπλανικά, την ζάλη πήρε πέρα,
διχάλωσε την μέση μου, και με τα δυο της πόδια,
μου έδειξε, πόσο βουκολικά, το κάνουνε τα βόδια.
-
Είχε μια ρώγα σαν ελιά, μαύρη, πολύ ερεθισμένη,
της άρεσε τόσο πολύ, που ήτανε, σε οργασμό βαλμένη,
την φωτιά που είχε μέσα της, την έσβησα με κόπο,
αφού καλά το ξέρετε, πως έχω εγώ τον τρόπο.
-
Της τόκανα στα όρθια, στα γόνατα, στα πλάγια,
μπροστά μας επεράσανε, περίπου δέκα σφάγια,
μας έβλεπαν τι κάναμε κι αμέσως μας μιμήθηκαν,
όλα αυτά μαζί μας, πολύ ικανοποιήθηκαν.
-
Την ώρα που την έχυνα, έπιασε την καρδιά μου,
και μούπε ασυναίσθητα, για με χτυπά πασά μου,
νοιώθω στο χτυποκάρδι σου, τον πλούτο της ψυχής,
μου άρεσε, που θέλησες, μαζί μου να χαρείς.
-
Της λέω για συναισθήματα, που έχω εγώ γι αυτήνε,
κι αυτή μου αποκρίνεται, αν θέλεις λίγο μείνε,
το λάδι που θα βγάλουμε, κάνει και γι άλλες χρήσεις,
κάντο μου αν θέλεις πάλι, βρες κι άλλες, εσύ, λύσεις.
-
Είχε πολλά μες το μυαλό, η όμορφη χωριάτα,
κι ακόμα πιο σημαντικό, τα λόγια της σταράτα,
αμέσως την συμπάθησα, κι ήθελα εκεί να μείνω,
μαζί της να το κάνω, να τρώγω και να πίνω.
-
Τέτοια τεράστια απόλαυση, χρόνια είχα να πάρω,
κι όταν το όνομά της ρώτησα, μου λέει, με λένε Μάρω,
μα τι με νοιάζει το όνομα, μίας καλής χωριατοπούλας,
αυτή ήξερε κόλπα πιο ζόρικα, ακόμα κι από τσούλας.
-
Δεν έμεινα όμως εκεί, γύρισα πίσω εις την Αθήνα,
την Μάρω όμως σκέπτομαι κι ας μένει στην Σκοτίνα,
η εμπειρία μου αυτή, με άλλαξε σαν άνθρωπο πολύ,
η γυναίκα που αξίζει, μπορεί παντού, μπροστά σου να βρεθεί.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΟΣ

Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-11-2009