Φτηνές απομιμήσεις

Δημιουργός: giannisanas

Διήγημα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

‘Είπαμε πως τους απαγάγουν και βάζουν σωσίες στην θέση τους, όχι ότι αλλάζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Εκτός αυτού τόσες μα τόσες ξαφνικές μεταστροφές θα έπρεπε να μας έχουν προϊδεάσει.’ Αυτά είπε ο Γιάννης στον φίλο του Αλέξανδρο, χωρίς καμιά ελπίδα στο βάθος να ακουστεί. Ήξερε απ’ τον ίδιο τον εαυτό του πως αντιδρά κανείς σ’ αυτές τις καταστάσεις. Αν αυτός τόλμησε, ο πρώην θαμώνας ψυχιατρικών ιδρυμάτων, να θεωρήσει τρελό αυτόν που του τα είπε τότε η ευγενική συγκατάβαση των άλλων απέναντί του ήταν ήδη πάρα πολύ.
‘Οι άνθρωποι αλλάζουν έτσι ή αλλιώς’ απάντησε ο Αλέξανδρος στερεότυπα.
‘Εντάξει, πάμε για ούζα.’ απόκαμε ο άλλος. Γιατί έπρεπε να πάνε για ούζο, γιατί έπρεπε να κάνουν ότι κάνουν όλοι οι άνθρωποι σα να μη συμβαίνει τίποτε. Εξάλλου ακόμη ερχόταν στ’ αυτιά του η κουβέντα του φίλου του Σταμάτη. ‘Έτσι η αλλιώς ρε Γιάννη συμβαίνουν ήδη τόσα τα οποία είναι σε όλους γνωστά κι εμείς συνεχίζουμε τη ζωή μας σα να μην έτρεχε τίποτε. Δεν πεινάνε άνθρωποι, δεν πεθαίνουν σε πολέμους, δεν...., δεν.... δεν....;’ Κι όμως κάτι του ‘λεγε του Γιάννη ότι δεν ήταν το ίδιο, Αν τον πιστεύανε δηλαδή θα συνέχιζαν ατάραχοι τη ζωή τους; Είχε πάρει εμμέσως την απάντησή του γιατί όποτε και όποιος είχε φτάσει σε κείνο το σημείο να συλλογιστεί σοβαρά αυτήν την πιθανότητα είχε ταραχτεί αφάνταστα. Και τότε ήταν που ο Γιάννης συνειδητοποιούσε πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα. ‘Αν αυτό συμβαίνει πραγματικά τότε είναι φριχτό’ είχε πει η Ειρήνη. Και αυτό πράγματι ήταν. ‘Πως άντεχε ο ίδιος την φρίκη;’ αναλογίστηκε αμέσως, χωρίς να μπορέσει ν’ απαντήσει...
‘Θυμάσαι τότε που γυρίζατε βράδυ στο σπίτι κι ο αδερφός σου παρατήρησε ότι ο πατέρας σας δεν είχε ίσκιο όπως θα ‘πρεπε από το φως της φεγγαριού;’ Σα φλας ήρθε στο νου του Γιάννη η ανάμνηση. ‘Δεν έχουν ίσκιο. Είναι σα βρικόλακες, δεν πεθαίνουν με τον κανονικό τρόπο. Για να τους σκοτώσεις πρέπει να χρησιμοποιήσεις ασημένια σφαίρα ή να τους μπήξεις ένα παλούκι στην καρδιά η να τους αποκεφαλίσεις. Δεν είναι κανονικά όντα, αλλά όπως έχεις δει στον κινηματογράφο. Επίσης τους σκοτώνει η κορτιζόνη, επειδή το σώμα τους είναι σα μια τεράστια φλεγμονή.’ Ο Γιάννης είχε πάψει από ώρα να ακούει. Αυτό πήγαινε πάρα πολύ! Κι έπειτα ‘λέγαν αυτόν τρελό!
Αυτά συνέβησαν πριν από πολλά χρόνια. Ο άνθρωπος που του είχε διηγηθεί όλα αυτά ήταν κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον τελείως φυσιολογικός . Είχε οικογένεια, δουλειά, έβλεπε τηλεόραση... Τον είχε κατατάξει τότε στους ‘ουφολόγους’, αυτούς με της λογιών λογιών παράξενες δοξασίες. Το μέλλον έπαιξε μαζί του όμως τραγικά , τραγικότατα ένα δικό του παιγνίδι.

Έμελε να βρεθεί ενώπιον του πραγματικού του πατέρα για να συνειδητοποιήσει την διαφορά. Έμελε να καταλάβει... Εκείνο το βράδυ από το ύφος του πραγματικού του πατέρα ξενίστηκε μιας κι είχε συνηθίσει στα καμώματα του άλλου. Πολλές φορές μέχρι τώρα είχε παραξενευτεί από κραυγαλέες διαφορές στην συμπεριφορά του πατέρα του που πίστευε ότι επρόκειτο για ένα πρόσωπο. Τη μια ήταν θυμώδης και μίζερος και την άλλη πράος και γεμάτος κατανόηση. Αυτό το βράδυ καθώς στεκόταν αντίκρυ του του είπε ‘Σ’ αγαπάω περισσότερο απ’ τον εαυτό μου.’ Ο Γιάννης ετοιμαζόταν να τον ειρωνευτεί μέχρι που τα μάτια τους συναντήθηκαν και προς μεγάλη του έκπληξη είδε μες τα δικά του ειλικρινή και άδολη αγάπη. Τότε έμοιασε σαν κάτι να τον χτύπησε κατακούτελα. Θυμήθηκε εκείνους τους παράξενους ισχυρισμούς του Κώστα για τους σωσίες κι άρχισε εντατικά να παρατηρεί τον άνθρωπο που βρισκόταν κοντά του. Είδε ακόμη και σωματικές διαφορές από τον άλλο. Το κεφάλι του σωσία ήταν μικρότερο ας πούμε. Το γεγονός τον βρήκε τόσο απροετοίμαστο που τώρα δεν ήξερε τι να κάνει. Απέρριψε την ιδέα να του πει τι συμβαίνει. Σκέφτηκε ότι τώρα έπρεπε να τον προστατεύσει. Του πρότεινε να κοιμηθεί στο δωμάτιό του. ‘Καλύτερα όχι’ του είπε. Ο Γιάννης αποφάσισε να μην τον αφήσει από τα μάτια του . Πήγαν στην κουζίνα του σπιτιού αλλά η νύστα είχε αρχίσει να τον καταβάλλει. Ζήτησε από τον πατέρα του να μείνει μαζί του. Έκατσε εκείνος στο τραπέζι με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του κι ο Γιάννης ξάπλωσε στον καναπέ, μόνο που δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την αγωνία. Σηκώθηκε να πάει τουαλέτα. Καθώς έβγαινε άκουσε μια πνιχτή φωνή από την κουζίνα: ‘Γιάννηηη...’. Βημάτισε γρήγορα. Τον βρήκε στην ίδια στάση ,με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια. ‘Τι έγινε;’ τον ρώτησε. ‘Τίποτε, κάτσε κοιμήσου.’ Και τότε κατάλαβε ότι είχε μπροστά του τον σωσία. ‘Πώς διάβολο...; αναρωτήθηκε έντρομος. ‘ Όχι Θεέ μου!’
Έψαξε στα δωμάτια του σπιτιού. ‘Πότε πρόλαβαν;’

Ήταν τότε που άρχισε να τα σκέφτεται όλα εξαρχής. Άρχισε να παρατηρεί. Θυμήθηκε όλα όσα ο Κώστας του είχε αποκαλύψει στις διαδοχικές συναντήσεις τους. Τον πραγματικό του πατέρα δεν τον ξαναφέρανε πια. Ο Γιάννης κόντευε να τρελαθεί. Δυο θείοι του ήταν επίσης αλλαγμένοι. Με κόπο αναθυμήθηκε τα πραγματικά πρόσωπα. Έκανε αναδρομές στο παρελθόν για να μπορέσει να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη. Ποιός ήταν ποιός. Πότε έγιναν οι αλλαγές. Για τον θείο του Γιώργο ο Κώστας του είχε πει ότι τον άλλαξαν τότε που υποτίθεται ότι έκοψε το ποτό. Θυμήθηκε την θριαμβική αναγγελία του σωσία: ‘Δεν το ξαναβάζω το ρημάδι στο στόμα μου. Τέρμα.’ Θυμήθηκε την αλλαγή στην προσωπικότητα του που όμως δεν την πρόσεξε κανείς. Οι σωσίες τώρα που μπορούσε να το δει πιο καθαρά είχαν όλοι ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Ήταν μίζεροι, γεμάτοι πάθη, ακάθαρτοι. Η φαινομενική τους ευγένεια δε μπορούσε να συγκαλύψει για πολύ το κακότροπο του χαρακτήρα τους. Και το αίσθημα που σου δημιουργούσαν ήταν ανάλογο. Η προκατάληψη όμως αποδεικνυόταν ισχυρότερη. Καθώς όλοι νόμιζαν ότι είχαν να κάνουν με τους δικούς τους ήταν επιεικείς και συγχωρητικοί απέναντί τους, για την ακρίβεια τυφλοί εντελώς. Και οποιαδήποτε αλλαγή και αν παρατηρούσαν την απόδιδαν στο όψιμο της ηλικίας τους. Το απίθανο του πράγματος (κάτι που δεν περνούσε από κανενός το μυαλό) και η ανομολόγητη επιταγή της καθημερινής συνέπειας έκανε το έργο τους τραγικά εύκολο.
Στη συνέχεια διεύρυνε τις παρατηρήσεις του και στον υπόλοιπο περίγυρο. Λίγο λίγο άρχισε να τους ξεχωρίζει. Άρχισε να ‘βλέπει’. Κάτι οι κινήσεις τους που είχαν κάτι σπασμωδικό, κάτι τα μάτια τους που ώρες ώρες έμοιαζαν να πυρπολούνται απ’ τις φλόγες του άδη, κάτι το αίσθημα που προκαλούσαν... Δύσκολα θα μπορούσε να εξηγήσει τι έβλεπε. Άγγιζε τα όρια του μεταφυσικού. Μα με τον καιρό η ευκρίνεια και η εγκυρότητα στις παρατηρήσεις του μεγάλωσε. Έφτανε να κυκλοφορήσει στο δρόμο για να καταλάβει ποιοι ήταν ανάμεσα στο πλήθος. Στην αρχή βέβαια χρησιμοποιούσε κάποια αποκαλυπτικά σημάδια. Για παράδειγμα του είχε πει ο Κώστας ότι τα μάτια τους κάποιες στιγμές γινόταν σαν της γάτας. Και πράγματι κάποτε τα έβλεπε να στρογγυλεύουν εντελώς αναδίδοντας ένα σκληρό και μυστήριο σαγηνευτικό φως. Επίσης χρησιμοποιούσαν αναμεταξύ τους για να επικοινωνούν μια γλώσσα με σφυρίγματα. Επρόκειτο για κανονική γλώσσα σαν αυτή των κωφαλάλων. Και επίσης κάποια σήματα, κάποιες χειρονομίες με τα δάχτυλα των χεριών. ‘Έχουν εκπαιδευθεί στις ειδικές δυνάμεις του στρατού’ του είχε πει. ‘Κι όλα αυτά άρχισαν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με τους ναζί.’ ‘Όταν ήταν νεογέννητα τα βασάνισαν αμείλικτα ώστε διαστράφηκε τελείως η φύση τους και μπορούν τώρα και τους χρησιμοποιούν για τους σκοπούς τους’ θυμόταν αποσπάσματα απ’ τις συζητήσεις τους. Αποσπάσματα που τώρα έπρεπε να συρράψει και να συμπληρώσει ώστε να βγάλει κάποιο νόημα.

Καθόταν τώρα στο δωμάτιό του και συλλογιζόταν όλα τούτα. Είχε πια περάσει ο πρώτος καιρός που η αγωνία του χτυπούσε κόκκινο, που ένιωθε να παραλύει, να συντρίβεται κάτω από το βάρος των γεγονότων αυτών, βάρος που δυστυχώς κανείς δεν ήταν πρόθυμος να μοιραστεί μαζί του, γιατί κανείς δεν τον πίστευε ή δεν ήθελε να τον πιστέψει... Η αδυναμία του να κάνει οτιδήποτε τον έκανε να αισθάνεται σαν παγιδευμένο ζώο. Και ώρες ώρες αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να γίνει κάτι. Αυτά τα πλάσματα που είχαν εισβάλλει στη ζωή τους απ’ το πουθενά κι είχαν πάρει την θέση των αγαπημένων τους ανθρώπων είχαν γίνει πλέον τελείως αποδεκτά, είχαν ζήσει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής οικογενειακής ζωής είχαν γίνει αποδέκτες αγάπης. Πως θα μπορούσε να το εξηγήσει αυτό κάποιος στους ανθρώπους δίχως να τρελαθούν τελείως; Ακόμη δηλαδή κι αν θα μπορούσε να το αποδείξει, ακόμη κι αν είχε την δύναμη να τους εξουδετερώσει... Έμοιαζε με άλυτο κόμπο. Ένιωθε να τον ξεπερνούν όλα αυτά αλλά ένιωθε και την ευθύνη από τότε που συνειδητοποίησε την βασιμότητά τους. Τι θα ‘κανε από δω και πέρα; Θα ζούσε σαν να μην έτρεχε τίποτε; Και πως θα γινόταν αυτό μέσα σε τόσο αίμα;
Ξάφνου ηρέμησε. Η πίστη του ήταν η μόνη που μπορούσε να τον εφοδιάσει με όπλα τέτοιες δύσκολες στιγμές. Κείνη ακριβώς την στιγμή που ένιωθε να γαληνεύει μια μύγα ήρθε και κάθισε στο πρόσωπό του και τον ανάγκασε να κάνει μια απότομη κίνηση για να την διώξει. ‘Να πάρει!’ Θυμήθηκε πάλι: ‘ Αυτές οι μύγες που κάθονται πάνω σου την πιο ακατάλληλη ώρα είναι κατασκευές, ρομποτοειδείς μηχανισμοί.- Όμως όταν τις σκοτώνω βγάζουν αίμα.-Έχουν μια σταγόνα αίμα εγκυστωμένη, το άλλο είναι μηχανισμός.’ Πράγματι θυμήθηκε ότι σκοτώνονταν πολύ δύσκολα, έπρεπε να τις χτυπήσεις πολλές φορές με τη μυγοσκοτώστρα... Θυμήθηκε το επιστημονικό άρθρο που είχε διαβάσει για τα τεχνητά πουλιά. Είχαν φτιαχτεί σε πειραματικό επίπεδο μηχανικά πουλιά που έμοιαζαν πολύ στα αληθινά. Ο Γιάννης ήξερε ότι οι ανακαλύψεις που γίνονται από ελεύθερους επιστήμονες έχουν γίνει κατά κανόνα πριν από πολλά χρόνια από τους επιστήμονες των μυστικών υπηρεσιών. Έτσι μπορούσε να συμπεράνει ότι τα νέα των επιστημονικών περιοδικών και εφημερίδων ήταν ήδη παλιά. Το μόνο που του ‘ρχόταν στο μυαλό όταν συνδύαζε όσα ήξερε ήταν ότι αυτός ή αυτοί που σχεδίασαν όλα τούτα θα πρέπει να ναι άρρωστοι...
‘Θυμάσαι τότε που συναντηθήκατε με τον αδερφό σου και παρατήρησες ότι σου έμοιαζε αυτή τη φορά περίεργα; Κι αυτός με την σειρά του σου είπε ότι και συ έχεις αλλάξει; Σας είχαν ‘αλλάξει’ κεφάλια. Το δικό σου το έβαλαν στον αδερφό σου και σένα σου ‘δωσαν ενός πεθαμένου συμμαθητή σου, του Βαγγέλη, θυμάσαι;’ Αυτό θα σήμαινε ότι εδώ και χρόνια είναι γνωστός ο τρόπος των μεταμοσχεύσεων εγκεφάλου. Σκεφτόταν το διαδικαστικό του πράγματος για να μη σαλτάρει...
Αλλά που ήξερε αυτός τόσα πράγματα που είχαν λάβει χώρα μέσα στο σπίτι του; ‘΄Εχουν βάλει μικροκάμαρες σ’ όλο το σπίτι.’ Υπήρχε για όλα μια απάντηση, ...η χειρότερη...
Ήξερε και για τον βασανισμό του, όταν τον είχαν βάλει στο χέρι μέσα στο ψυχιατρείο... Τότε του είχαν αποσπάσει στοιχεία και προσωπικές λεπτομέρειες για όλους όσους γνώριζε, στο τέλος είχε προδώσει την ίδια του την πίστη... Όχι, δεν ήταν απαραίτητο, δεν ήταν απαραίτητο να συμβεί έτσι. Αλλά εξαρχής τον είχε νικήσει ο φόβος. Επέμενε, ο φόβος κι όχι ο πόνος... Τότε ήταν που ‘άδειασε’ τελείως και κατάλαβε χειροπιαστά τι σήμαινε να ‘χάνεις’ την ψυχή σου.
Είχε απευθυνθεί σ’ όλους τους φίλους του, τους είχε εξηγήσει, αλλά τα αντιμετώπιζαν όλα αυτά ως κάτι παράξενο που του ΄χε κολλήσει στο μυαλό και ...δε πειράζει, άστον να λέει.
. Θυμόταν την δική του αντίδραση και δεν τους παρεξηγούσε. Ποιός θα τον πίστευε; Ακόμη και τότε που σκέφτηκε να πάει να τα πει στην ασφάλεια ήξερε ότι δε θα του έδιναν σημασία, μάλλον θα ‘μπλεκε. Κι όπως είπε κι ένας φίλος του: ‘Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο που λες αυτοί το ξέρουν’. ‘Μην συνεργαζόταν κιόλας μαζί τους’ αποτέλειωσε στην σκέψη του ο ίδιος. Είχε δυστυχώς πικρή πείρα του τι σημαίνει ‘ασφάλεια’. Πρωτίστως διώξεις όσων δραστηριοποιούνταν πολιτικά. Ο Άρης του πρότεινε να τα γράψει σαν ένα μυθιστόρημα. ‘Ποιός ξέρει; Δεν έχεις να χάσεις τίποτε. ’ Και τι θα γινόταν; Δίσταζε.

Οι σχέσεις του όλο αυτό το διάστημα με τον πατέρα του είχαν περάσει από χίλια δύο κύματα. Στην αρχή του το ‘λεγε κατάμουτρα, ‘δεν είσαι εσύ ο πατέρας μου’, αλλά φυσικά στα μάτια όλων έμοιαζε τρελός. ‘Δεν παίρνεις τα φάρμακα σου Γιάννη’ του ‘λεγε αυτός. Άδικα δοκίμασε να πείσει. Είχε φτάσει στο σημείο να σκέφτεται να τον σκοτώσει. Ίσως αν το κάνω με μια απλή ένεση κορτιζόνης να μπορέσω να τους πείσω, σκεφτόταν. Αλλά φοβόταν ότι θα βρίσκονταν χίλιοι τρόποι για να συγκαλυφθεί το θέμα και τίποτε δε θα ‘βγαινε προς τα έξω απ’ την αλήθεια. Οι περισσότεροι θα σκανδαλίζονταν κι ο ίδιος... Το απέρριψε.
Ο Κώστας του είχε μιλήσει για διάφορες μηχανορραφίες που γινόταν πίσω απ’ την πλάτη του. Κι ότι δολιοφθορούσαν απέναντι των ανθρώπων. Το ‘καναν με την χρήση προηγμένης τεχνολογίας όπως η νανοτεχνολογία. Ο Γιάννης όμως δεν είχε πρακτικό νου. Έτσι το μόνο που του συνέβη ήταν να γίνει σε όλα καχύποπτος. Οι σχέσεις με τους δικούς του διαταράχθηκαν. Καθώς πέρασε όμως ο καιρός και δεν είχε κάποιο χειροπιαστό στοιχείο εναντίον του άρχισε να σκέφτεται μην κάνει κάποιο λάθος. Είχε φτάσει να πιστεύει ότι όλη η στάση του ήταν μια απέραντη υποκρισία αλλά έπειτα άρχισε να το αμφισβητεί. Όχι ότι δεν ήξερε με τι άνθρωπο είχε να κάνει αλλά αφενός δε υπήρχε προφανής δόλος σε κάποιες ενέργειές του αφετέρου άρχισε να σκέφτεται μήπως κι αυτοί είναι θύματα της όλης κατάστασης. Έτσι άλλαξε βαθμιαία η συμπεριφορά του, δε θα μπορούσε άλλωστε στην κοινή ζωή που ζούσαν να γίνει διαφορετικά. Άρχισε πάλι να τον αποκαλεί ‘μπαμπά’.

Ο Γιάννης κοίταξε τον ουρανό. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Ακόμη όμως δε μπορούσε να συνηθίσει μετά από τόσα χρόνια το νέο χρώμα του ουράνιου θόλου. Ένα μπασταρδεμένο γαλάζιο αντί για το βαθυγάλαζο των παιδικών του χρόνων. Έμοιαζε τελείως τεχνητό κι ο ίδιος το ‘χε αποδώσει στις κλιματικές αλλαγές . Μέχρι που ο Κώστας ισχυρίστηκε ότι όντως ήταν τεχνητό κι ότι επρόκειτο για ένα θόλο με τον οποίο είχαν περικλείσει τη γη. ‘Λένε πως θα φτιάξουν κάτι τέτοιο για το όζον’ του είπε ο Γιάννης. ‘Οι ειδήσεις είναι παλιές. Αυτά που λένε ότι σχεδιάζουν να κάνουν τα έχουν κάνει κιόλας. Και η αποικία στον Άρη έχει γίνει’. ‘Μα..’ ‘Έχουν φτιάξει πανομοιότυπες πόλεις μ’ αυτές στην γη.’ ‘Έχουν φαίνεται μια έφεση στα ομοιώματα.’ έκανε ο Γιάννης μια απόπειρα να αστειευθεί. ‘Που νομίζεις ότι πάνε όλοι αυτοί οι τεράστιοι προϋπολογισμοί για τις στρατιωτικές δαπάνες;’ Ο Γιάννης θυμήθηκε το πρόγραμμα του ‘Πολέμου των άστρων’ των Η.Π.Α επί Σοβιετικής Ένωσης ακόμη. Δεν ξανάγινε κουβέντα. ‘Και η Σοβιετική ένωση έτσι έπεσε. Ο Γκορμπατσώφ ήταν σωσίας του πραγματικού.’ Αυτό το τελευταίο όταν ο Γιάννης είχε αποχτήσει την ικανότητα να ξεχωρίζει τους σωσίες μπόρεσε να το διαπιστώσει και ο ίδιος. Έτυχε να δει ένα ντοκυμαντέρ από τον πρώτη περίοδο του Γκορμπατσώφ στην εξουσία και κατάλαβε αμέσως την διαφορά. Έτσι εξηγείται που κατέληξε να διαφημίζει πίτσες, σκέφτηκε.
Το χειρότερο μ’ όλα αυτά ήταν ότι θα ήταν αξιόλογο υλικό για ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας αλλά τώρα ήταν ένας πρωτοφανής εφιάλτης, οικουμενικών διαστάσεων.
Όταν τόλμησε να τα εκμυστηρευτεί στον ψυχίατρό του αυτός ήρεμα του είπε: ‘Ξέρεις την εξήγηση έτσι δεν είναι;’ ‘Εννοείς φυσικά ότι χωρίζω ην καλή από την κακή πλευρά των ανθρώπων σα να πρόκειται για δύο οντότητες.’ ‘Ναι, Γιάννη έρχονται εδώ πάρα πολλοί μ’ αυτό το σύμπτωμα. Πως να σε πιστέψω;’ ‘Φαίνεται ότι πρόκειται για κάποιους που κατάλαβαν την αλήθεια. Κι εσύ τους δίνεις φάρμακα! Κάνε μου μια χάρη. Κοίταξε πότε πρωτοεμφανίστηκε αυτό το σύμπτωμα. Πάω στοίχημα ότι είναι φρούτο των τελευταίων 70 χρόνων.’ ‘Θα το κοιτάξω. Αλλά όσα υποστηρίζεις δεν χωράνε στην εικόνα που έχω εγώ για τον κόσμο.’ ‘΄Αλλάξέ τη τότε!’ ‘Ήξερε πως δεν είχε νόημα η κουβέντα. Αν οι άλλοι τον έβγαζαν τρελό τότε σκέψου τη θέση το ψυχιάτρου!

Αποφάσισε να προχωρήσει σ’ ένα πιο πρακτικό βήμα. Ο Κώστας του είχε πει ότι οι σωσίες δεν αντέχουν τους υπέρηχους (και γι’ αυτό πολλές φορές χρησιμοποιούν κουνέλια σαν ανιχνευτές που έχουν την ίδια ευαισθησία). Αγόρασε μια απ’ αυτές τις συσκευές που χρησιμοποιούν για να διώχνουν τα ποντίκια (εξάλλου την χρειαζόταν).
Αυτή λειτουργούσε με δύο τρόπους: Είχε ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο και ένα πομπό υπέρηχων σε συχνότητες που επηρέαζαν το νευρικό σύστημα των ποντικών. Το έβαλε σε λειτουργία κάποια στιγμή που ο πατέρας του ήταν σπίτι. Πετάχτηκε έξω με μια γκριμάτσα πόνου στο πρόσωπό του κι έπειτα άρον άρον έφυγε. ‘Να η απόδειξη‘, σκέφτηκε παρ’ όλο που ο ίδιος δεν την χρειαζόταν.

Κάτι άλλο που του είχε πει ο Κώστας ήταν ότι δεν μπορούσαν να φτιάξουν θηλιά με σχοινί, ‘γιατί με θηλιά κρεμάστηκε ο Ιούδας’. Αυτή η παραπομπή στο μεταφυσικό τον προβλημάτιζε έντονα. Υπήρχε πράγματι κάτι δαιμονικό σ’ αυτά τα πλάσματα, από την άποψη της ενέργειας. Όλη αυτή η υπόθεση μύριζε έντονα εσχατολογία. Χώρια όλα τ’ άλλα που ήδη συζητούσαν... Τί θέλουν να πετύχουν αλήθεια οι πρωτεργάτες αυτού του εγχειρήματος; Απ’ ότι φαίνεται δεν τους ικανοποιούσε απλά η παγκόσμια κυριαρχία αλλά η κυριαρχία πάνω στις ψυχές. Αν μάλιστα έκρινε από την δική του περίπτωση αυτό που περίμενε τους αιχμαλώτους αυτών των θηρίων ήταν κατά πάσα πιθανότητα άγριοι βασανισμοί, μέχρι να ενδώσουν (αν ενέδιδαν). Επρόκειτο για έναν υπόγειο διωγμό. Παράλληλα κατάφερναν να ψαλιδίσουν τις σχέσεις των ανθρώπων μιας και αυτό που είχαν να προσφέρουν σε συναισθηματικό επίπεδο οι σωσίες ήταν μια συνεχή απογοήτευση. Αδυνατούσε να προχωρήσει πιο πέρα. Υπήρχε πιο πέρα; Η τεχνολογία είχε φτάσει σε απίστευτα επίπεδα και στα χέρια αυτών των ανθρώπινων τεράτων...

‘Ωραία κι έτσι να ‘ναι τι στενοχωριέσαι; Μπορεί ο πατέρας σου αυτή την στιγμή να ‘ναι ένας μεγάλος άγιος, μάρτυρας της πίστης του Χριστού.’ ‘Ναι έτσι είναι’, παραδέχτηκε. Η Ειρήνη συνέχισε. ‘Αυτοί σχεδιάζουν και πιστεύουν ότι κρέμασαν όλο τον κόσμο στα παπάρια τους αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Θεός κρατάει το σύμπαν στη χούφτα του.’ Κι ο Γιάννης δεν είχε τί άλλο να πει.
Τελείως ανθρώπινα (το ‘λεγε στον εαυτό του) λυπόταν. Θα ‘θελε αν μπορούσε κάτι να κάνει. ‘Γράψε τα σα μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας’ του ξανάπε ο Άρης. Να σου πω και τον τίτλο: Φτηνές απομιμήσεις!’ . Ο Γιάννης γέλασε. Ήξερε πως η γραψαρχιδιά του Άρη ήταν σημαντική υπόθεση κι ήθελε να τον μιμηθεί. ‘Εντάξει’, είπε θα το κάνω κι άλλαξε κουβέντα.


Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-12-2009