η αγρυπνία (μέρος έκτο) Δημιουργός: marakoskevasmata, Μάριος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ξημέρωσε επι τέλους και οι δυο εραστές βγήκανε για να λιαστούνε και να ξεμουδιάσουν τα μπούτια τους απ τη βραδυνή γαιδουροκαβάλα.
Εκεινος γυμνός απο τη μεση και πάνω με δυό βαθιές χαρακιές χιαστί στο στήθος ,έδειχνε άκρως μπαιλντισμένος και ετοιμόροπος.
.”βρε Παρασκευούλα μου,πότε θα σε μουντάρω κι απ τη μέση και πάνω?”ψέλλισε παραπονιάρικα ,δειχνοντας της τις πληγές απ τα φυσεκλικια της ..
“μόλις γίνεις πραγματικός συντροφος Ρομβισώνα μου,θα βγάλω τα φυσεκλίκια και τότες θα με μπαλαμουτιάζεις και απ τη μεση και πάνω” του είπε τραβώντας του μέχρι ξεκολήματος το ατροφικό του μουσάκι.
Ολο το σωμα του ητανε γεμάτος δαγκωματιές ,λες και το ροκάνησαν πεινασμένοι αρουραίοι,αδυνατίζοντας το ακόμα περισσότερο,αλλά δεν τον έμελε κάτι τις τέτοιο,αρκεί να ξανάκανε φίκι-φίκι με την καλή του.Ξαφνικά φάνηκε ένα πανί στον ορίζοντα.
”οι ψαράδες,οι ψαράδες “φώναξαν κι οι δυό τους χοροπηδώντας σα λωλοί απ τη χαρά τους!
Εκείνος τότες,προσπάθησε να τους τραβήξει την προσοχή φωνάζοντας δυνατά,αλλά εκεινοι δεν τον ακροάσθηκαν και βάλανε πλώρη για αλλη γή και άλλα μέρη.
“φερε στα σβέλτα ένα τουφέκι αγαπόυλα,για να μας ακούσουνε”του είπε εκείνη επιτακτικά.
Ο ξανθόψειρας τότες γκάζωσε και έφερε απ την ψαροκαλύβα ενα τουφέκι,
Στη συνέχεια άρχισε τις μπαλωθιές και ως εκ θαύματος η βάρκα άλλαξε ρότα και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους.
Φαινότανε λοιπον πως είχανε σωθεί και πως κι εγω δεν θα εχανα τον ύπνο μου.
Ομως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.Η βάρκα ητανε καργαρισμενη με λευκούς,δηλαδής Τσαρικούς ,που έκαναν χαρούλες που βρήκανε τον ξανθόψειρα.
Εκείνος τότες πετώντας το όπλο καταγής ,αρχισε να τρέχει προς το μέρος τους σα να του βάλανε νέφτι στον πωπό.
Και τότες τα πάντα σκοτείνιασαν.Η ζουμπουρλού μάζεψε απο χάμω το όπλο και τον σημαδεψε.Ενα μπάμ ακουστηκε κι ο λεγάμενος αφού έκανε μια διπλή περιστροφή περι εαυτόν σαν μπαλαρίνος,έπεσε με παφλασμό στη θάλασσα.
Τοτες οι συναδελφοί του κάνανε κρις-κράφτ τη βαρκουλα και με την όπισθεν και ολοταχώς χάθηκαν στον ορίζοντα.( Η Μάσα ήτανε ξακουστή τοις πάσι γιατην σκοποβολή της και ότι δεν μάσαγε με τίποτις).
Εκείνη τότες όταν κατάλαβε τί έκανε ,άρχιζε να σπριντάρει προς το μέρος του ημιναυαγισμένου αγαπημενου της,ξεκολώντας απο οδύνη την περούκα της.
Στο άψε σβήσε τον ξενέρωσε και του αρχισε την τεχνητή αναπνοή,τρομπάρωντας του στόμα με στόμα το φιλί της ζωής.Ομως τίποτις δεν έγινε,παρα μόνο ένα “πρίτς” ακούστηκε,αλλα όχι απ το στόμα του.
Τότες του τράβηξε τ αυτιά,του δάγκωσε τη μύτη,τούριξε αβέρτα κουτουλιές αλλά τίποτις απο αναστάσιμα ο δικός της.Νεκρή φύση ο φουκαράς,να τον κλαίνε οι ρέγκες της Αζοφικής δηλαδής.
Τότες τον σηκωσε ψηλά πάνω απ το κεφάλι της και τούκανε κάμποσεςπεριστροφές,όπως κανουνε οι πιτσαδόροι-ζογκλέρ στο ζυμάρι,αλλά και πάλι τίποτις.
Στο κατόπιν ανεβηκε πανω στο στέρνο του και άρχισε να χοροπηδά μαζί με τα παραγερμισμένα φυσεκλίκια της.
Και τότες έγινε το θαύμα !Εκεινος κάποια στιγμή άνοιξε το δεξί του μάτι.
Αμεσως εκεινη έβγαλε τα φυσεκλίκια και τουδειξε τα μεμέδια της.”Έλα συντροφε και τα δυό για πάρτυ σου,αρκεί να μη ματατεζάρεις”του ψιθύρισε γεμάτη αισθησιασμό.Και τότες άνοιξε και το αριστερό του μάτι.
Την κοιταξε για μια στιγμή με γουρλωμένα και τα δυό του μάτια και ψέλλισε ξεψυχισμένα... “γάλαααααα”.Μετά έγειρε το κεφάλι δεξιά και ματαξεράθηκε .
Εκεινη τοτες με την περούκα αναμαλιασμένη ,τον άρπαξε απ τα ποδάρια και τον έσουρε οπως ο Αχιλλέας τον Εκτορα προς την ψαροκαλύβα.
Ειχε νυχτώσει για τα καλά και το μόνο που έσπαζε τη νεκρική σιωπή ,ητανε ο ήχος της βαριοπούλας..
Ο σκηνοθέτης ήθελε ν αποδείξει περίτρανα ότι “ο έρωτας περνάει απ το στομάχι”και τα κατάφερε.
Εκείνη τη βραδιά το μενού δεν ειχε γλαρόσουπα.....
Τέλος
Μαράκος
Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-12-2009 | |