αέρινες ευχές

Δημιουργός: Νεράιδα Ερατώ, Τζέσσικα Μερκουριάδη

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Αέρινες Ευχές



Όταν ήμουν μικρή περνούσα τις μέρες μου στον αγρό κοντά στο σπίτι μου, έτρεχα ανάμεσα στα αγριόχορτα με όση δύναμη μπορούσε να παράγει το μικροκαμωμένο παιδικό μου κορμί και καθώς έπεφτα στο έδαφος και οι χτύποι της καρδιάς μου επέστρεφαν στον κανονικό τους ρυθμό, έκλεινα τα μάτια μου και με έπαιρνε ο ύπνος ακούγοντας τα τραγούδια των ζουζουνιών ώσπου να ξυπνήσω από τις φωνές των δικών μου που με έψαχναν. Τότε αναγκαζόμουν να γυρίσω σπίτι μαζί τους, μα ήξερα ότι σύντομα θα επέστρεφα πάλι στην αγαπημένη μου κρυψώνα.
Μια μέρα ενώ κυνηγούσα μία πεταλούδα ανάμεσα στο ψηλό χορτάρι, μια σκοτεινή φιγούρα πέρασε ανάμεσα αφήνοντας την μαύρη του σκιά πάνω στο πράσινο του τοπίου. Ήταν η σκιά ενός αγοριού στην ηλικία μου που πρόσφατα είχε μετακομίσει στη γειτονιά μου. Κρύφτηκε μαζί μου και φτιάξαμε παραμύθια με τη φαντασία μας με νεράιδες, ιππότες, δράκους και κακές μάγισσες μέχρι που ο ήλιος έδυσε. Από τη μέρα εκείνη γίναμε αχώριστοι φίλοι.
Ο αγρός ήταν γεμάτος από αγριολούλουδα! Είχαμε ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποια λευκά χνουδωτά άνθη που ξεπρόβαλαν από τα αγκάθια των άγριων ραδικιών, στην περιοχή μας τα ονομάζαμε «Κλέφτες» και οι γονείς μας δεν ήθελαν να πηγαίνουμε εκεί το καλοκαίρι διότι οι σπόροι πάνω στα ρούχα μας τους προκαλούσαν αλλεργία! Δεν καταλάβαιναν όμως πως το χωράφι ήταν η διαφυγή μας. «Από τι;» μας ρωτούσαν. Δεν είχαμε όμως κάποια αξιόλογη απάντηση να τους δώσουμε, δε γνωρίζαμε καν τότε τι σήμαινε η λέξη διαφυγή, απλά για εμάς ήταν μια δικαιολογία για να χανόμαστε στον αγρό και να μιλάμε μέχρι να ανάψουν τα φώτα στον επαρχιακό δρόμο και να επιστρέψουμε σπίτι.
Καθώς περνούσε ο χρόνος, Σιγά σιγά άρχισα να νιώθω κάτι να αλλάζει μέσα μου, ειδικά όταν αυτός μου έλεγε: « Κοίτα, ο ήλιος δύει με χρώματα κόκκινο, πορτοκαλί και βιολετί, βιολετί, όπως και το όνομα σου, Βιολέτα!». Είχε όλα όσα θα μπορούσα να ερωτευτώ και προσπαθούσα να κρύψω τα αισθήματά μου για αυτόν επειδή η φιλία μας δεν μας επέτρεπε να είμαστε μαζί.
Στο τέλος κάθε καλοκαιριού τρέχαμε μέσα στον αγρό κάνοντας τους σπόρους των ανθών των άγριων ραδικιών να σηκώνονται και να αιωρούνται στον άνεμο! Αυτός με κοιτούσε και δήλωνε με σοβαρότητα: «Μπορείς να ευχηθείς για οτιδήποτε στον κόσμο. Θα γίνει πραγματικότητα αν το ευχηθείς εδώ!». Τον πίστευα στ΄αλήθεια! Πίστευα ότι στον αγρό μας, θα μπορούσα να ευχηθώ να πετάξω ψηλά στον ουρανό, σαν τα χελιδόνια ή να μείνουμε για πάντα φίλοι και όταν γεράσουμε να καθόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον και να γελάμε με τις χαρούμενες αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας. Ευχόμουν στο σούρουπο κάθε καλοκαιριού παρατηρώντας τους λευκούς χνουδωτούς σπόρους να χάνονται στον ουρανό που σκοτείνιαζε, χαμογελούσα και έλεγα στον εαυτό μου πως την επόμενη χρονιά θα είχα ένα εκατομμύριο καινούργιες ευχές να κάνω!
Οι εποχές άλλαζαν όμως γρήγορα και σύντομα είδα τον εαυτό μου να μεγαλώνει. Δε μπορούσα να πηγαίνω στον αγρό όσο συχνά τον επισκεπτόμουν παλιότερα, αλλά δε με ένοιαζε και τόσο διότι είχα διαβρωθεί από τους κανόνες της λογικής που υπερίσχυαν των ευχών. Αυτός με μάλωνε χτυπώντας με πειραχτικά στο μπράτσο:
«Τι σου συμβαίνει Βιολέτα, τι έπαθες;» Μου χαμογελούσε, ήξερε όμως κατά βάθος ότι μεγαλώναμε.
Πέρασε ο καιρός και αποφάσισα να φύγω, δεν μπορούσαν να σπαταλήσω τη ζωή μου σε μια μικρή επαρχιακή πόλη που το μόνο που είχε ήταν λιβάδια με χόρτα και αγριολούλουδα. Πήγα στη μεγάλη πόλη και σπούδασα χορό. Έμαθα να χορεύω πάνω σε μεγάλες σκηνές, οι οποίες ήταν διακοσμημένες με πλαστικά λουλούδια που έμοιαζαν τόσο με τα λουλούδια του αγρού, σκηνές που φωτίζονταν από προβολείς με το ψεύτικο ηλεκτρικό χρώμα του ηλιοβασιλέματος, φορούσα φανταχτερές στολές και χανόμουν σε πανέμορφες χορογραφίες.
Κάποια στιγμή όμως ήρθε ο καιρός που έχασα τον εαυτό μου μέσα στην βουή των χειροκροτημάτων και στο θέλγητρο της εφήμερης δόξας. Επέστρεψα στο σπίτι, στη μικρή επαρχιακή πόλη. Περπατούσα στην παλιά μου γειτονιά, με τα χέρια στις τσέπες και τα μαλλιά μου να ανεμίζουν ξανά ελευθέρα στον αέρα. Έφτασα στον αγρό. Είχαν περάσει ήδη 9 χρόνια από την τελευταία φορά που το είχα επισκεφτεί. Ήταν Σεπτέμβριος και τα αγριολούλουδα είχαν σχεδόν όλα ξεραθεί. Ήταν η στιγμή που ο ήλιος έδυε μα έμοιαζε να βρίσκεται στην άκρη του σύμπαντος. Τα σύννεφα ταξίδευαν όλα μαζί σα να ήταν ζωγραφισμένα σε υδατογραφία. Άκουσα μια φωνή «Κοίτα ο ήλιος δύει με χρώματα κόκκινο, πορτοκαλί και βιολετί, βιολετί, όπως και το όνομα σου Βιολέτα!».. Γύρισα το κεφάλι μου. Ήταν αυτός, βέβαια αρκετά μεγαλύτερος από ότι τον θυμόμουν και τα χρόνια που πέρασαν δεν δίστασαν να αφήσουν το σημάδι τους πάνω στο πρόσωπό του, μα χαμογελούσε όπως παλιά, με την ίδια παιδικότητα να γυαλίζει στα μάτια του. Με πλησίασε χαμηλώνοντας το κεφάλι του και ένιωσα περίεργα.
« Γεια σου» είπα αποφεύγοντας να εκδηλώσω ενθουσιασμό, «Τι κάνεις; Έχω να σε δω…»
«Έφυγες...»
Ένιωσα ένα βάρος στο στήθος και πήρα μια βαθιά ανάσα. Ο αγρός δε μύριζε όπως παλιά.
«Ναι έφυγα…Τώρα χορεύω…»
«Το έμαθα. Χόρευες και εδώ ανάμεσα στα αγριόχορτα κάποτε, το θυμάσαι;»
Ήταν παράξενα μα όλα άρχισαν να μου έρχονται με μεγάλη ταχύτητα ξανά στο μυαλό. Μέσα σε δευτερόλεπτα άρχισα να τον ερωτεύομαι ξανά.
«Κάνεις ακόμα ευχές;», με ρώτησε.
«Τι..;»
«Ευχές. Κάνεις ακόμα ή σταμάτησες όταν έφυγες;»
«Όχι δεν κάνω πια..»
«Εντάξει ας κάνουμε τώρα μία… όπως τότε.»
Λες και ήταν γραφτό το πόδι μου ακούμπησε δύο από τα κατάλευκα χνουδωτά άνθη που ακόμα δεν είχαν ξεραθεί. «Ορίστε» του είπα, δείχνοντας τα λουλούδια. Έσκυψε, τα έκοψε και έδωσε το ένα σε μένα. Έκλεισα τα μάτια μου και φύσηξα το σπόρο από τα φυτά. Θυμήθηκα τα καλοκαιρινά απογεύματα όπου κάναμε ευχές μέχρι να νυχτώσει και να πάμε για ύπνο.
όταν άνοιξα τα μάτια μου αυτός απομακρύνονταν έχοντας ήδη κάνει την ευχή του σαν τα λευκά βελούδινα σποράκια που ταξίδευαν στον άνεμο, έχοντας προορισμό τους κάποιον τόπο μακρινό.

Τελικά καμιά ευχή μου δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, μα ακόμα και τώρα, που είμαι πάλι μόνη σε αυτή την μεγαλούπολη, σκέφτομαι τον αγρό μας, τα παιχνίδια που παίζαμε ανάμεσα από τα ψηλά χορτάρια και πάνω απ’ όλα την μελωδική του φωνή να μου ψιθυρίζει «Κοίτα ο ήλιος δύει με χρώματα κόκκινο, πορτοκαλί και βιολετί, βιολετί, όπως και το όνομα σου Βιολέτα!»..

Δημοσίευση στο stixoi.info: 20-01-2010