Το αλογάκι που ήθελε να ξεφύγει από το Καρουζ

Δημιουργός: La Petite, ΧΙΩΤΗ ΣΩΤ. ΕΙΡΗΝΗ

Καλημέρα.... διαβάστε ένα παραμυθάκι μου ακόμη... έχω κέφια σήμερα....

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΞΕΦΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ ΤΟΥ

(ένα ψυχαναλυτικό παραμύθι...)

Κούνησε νευρικά τα μικρά του καπούλια και με δυσκολία, καθώς ήταν καρφωμένο πάνω στο Καρουζέλ, εκεί στην άκρη του μεγάλου πάρκου, γύρισε να κοιτάξει τα πολύχρωμα τριαντάφυλλα που βρίσκονταν γύρω απ’ το λυγερό και νεανικό κορμάκι του. «Τα μισώ αυτά τα τριαντάφυλλα», σκέφτηκε και κούνησε απότομα την ουρά του, μήπως και τα βγάλει από πάνω του. Αλλά μάταια. Κάθε μέρα η υπεύθυνη του Καρουζέλ ερχόταν και το στόλιζε σαν λατέρνα με ένα σωρό τέτοια κόκκινα και ροζ τριαντάφυλλα. Κι όπως τα στερέωνε γύρω από το άσπρο σωματάκι του, με μια φαρδιά κόκκινη κορδέλα, αυτά το γαργαλούσαν και μπλέκονταν στην όμορφη ανοιχτοκάστανη ουρά του κι ένοιωθε ώρες – ώρες να ασφυκτιά με την κατάστασή του. Καμιά φορά κανένα ξεχασμένο αγκάθι, ανάμεσα στα κλαδάκια των λουλουδιών πίεζε το τρυφερό του δέρμα, καθώς τα πιτσιρίκια του πάρκου ανέβαιναν πάνω του για να κάνουν το κέφι τους και τότε πονούσε φριχτά. Και το απαίσιο ροζ χαλινάρι που βρισκόταν γύρω απ’ το στόμα του, το έπνιγε και πολλές φορές το εμπόδιζε να αναπνεύσει ελεύθερα. Το μικρό άσπρο αλογάκι του Καρουζέλ, ένοιωθε πολύ δυστυχισμένο…
«Να μπορούσα να ξεφύγω», σκεφτόταν τα βράδια που ξαγρυπνούσε δίπλα στ’ άλλα αλογάκια, που ήταν κι αυτά στερεωμένα μπροστά του και πίσω του στο Καρουζέλ. «Να μπορούσα να απελευθερωθώ απ’ αυτό το μεγάλο χρυσό δοκάρι, που με κρατάει καρφωμένο σ’ αυτό το απαίσιο μαγγανοπήγαδο. Κι όταν κουρασμένο κι εξαντλημένο απ’ τους πολλούς γύρους που έκανε όλη μέρα το έπαιρνε ο ύπνος αργά τα χαράματα, η ψυχή του μικρού αλόγου, έφευγε απ’ το ξύλινο σκαρί του και ταξίδευε τότε με τη φαντασία του, στα μεγάλα καταπράσινα ηλιόλουστα λιβάδια, που δίπλα τους κυλούσαν γάργαρα ποτάμια και ολόδροσα ρυάκια. Και φανταζόταν πως κάλπαζε ελεύθερο και πως ο ζεστός ήλιος χάιδευε την πλάτη του και πως γύρω του πετούσαν πανέμορφες πολύχρωμες πεταλούδες και μικρά πουλιά, που του ψιθύριζαν τα μυστικά των μεγάλων σκοτεινών δασών και τα νέα απ’ τη θάλασσα και τα πανύψηλα βουνά που απλώνονταν στο βάθος του ορίζοντα πίσω του, έτσι όπως πετούσαν ως εκεί με τα δυνατά φτερά τους…
Μα έπειτα, ξυπνούσε απότομα για να συνειδητοποιήσει πως βρίσκεται πάντα καρφωμένο πάνω στο σκονισμένο και βρώμικο Καρουζέλ και πως τίποτα δεν άλλαζε στη μίζερη κυκλική ρουτίνα της ζωής του…
Τ’ άλλα αλογάκια δεν έδειχναν να δυσανασχετούν με την αναγκαστική παραμονή τους πάνω στο Καρουζέλ. Κι ούτε έδειχναν να συμμερίζονται την αγανάκτηση του μικρού άσπρου αλόγου. Μερικά μάλιστα, έδειχναν πολύ συμβιβασμένα με την τύχη τους κι άλλα έδειχναν ακόμη κι ευχαριστημένα απ’ τη ζωή τους στο μικρό πάρκο. Καμιά φορά το μικρό αλογάκι άκουγε τις κουβέντες των υπολοίπων αλόγων και τότε ένοιωθε ακόμη πιο διαφορετικό και μόνο. Το μεγάλο μαύρο άλογο που ήταν πίσω του για παράδειγμα, του έλεγε συχνά, πως είναι μικρό ακόμα και πως θα συνηθίσει με τον καιρό τη δουλειά του και πως πρέπει να κάνει υπομονή. «Έτσι ήμουνα κι εγώ σαν κι εσένα του έλεγε μικρός. Ένοιωθα πολύ καταπιεσμένο και όταν το Καρουζέλ, έτρεχε γύρω γύρω με μεγάλη ταχύτητα ζαλιζόμουν και χανόταν όλος ο κόσμος από μπροστά μου. Με τα χρόνια όμως προσαρμόστηκα και συνήθισα στην κατάσταση αυτή και τώρα πια δεν με πειράζει καθόλου και δεν θέλω να φύγω από ‘δω. Δεν έχω που να πάω άλλωστε κι ούτε με περιμένει κανείς εκεί έξω….». Άλλοτε έβλεπε τη ροζ φοραδίτσα που καθόταν μπροστά του, να καμαρώνει για τις γιρλάντες της και τα τριαντάφυλλα που τη στόλιζαν και να τα επιδεικνύει με περηφάνια στους γονείς και στα παιδάκια που επισκέπτονταν το πάρκο. «Απορώ γιατί δεν σου αρέσουν τα λουλούδια, χλιμίντριζε καμιά φορά με έπαρση στο μικρό αλογάκι. Εμένα μ’ αρέσει που με στολίζουν και με περιποιούνται κάθε μέρα και νοιώθω βασίλισσα έτσι που με καμαρώνουν τα παιδιά που έρχονται στο πάρκο. Κι άλλωστε να φύγω να πάω που… σε καμιά βρωμερή στάνη μέσα στις σβουνιές, τα χώματα και τις λάσπες και να κοιμάμαι δίπλα σε χοντρές και άξεστες αγελάδες που όλη μέρα μασουλάνε το χορτάρι τους κι είναι πιο βαρετές κι από ‘σένα; ή μήπως να ήμουν σε κανένα τσίρκο, όπου θα με χτυπούσαν αλύπητα μέχρι να εκπαιδευτώ σε ηλίθιες δραστηριότητες και θα υποχρεωνόμουν κάθε βράδυ να κάνω τον καραγκιόζη για να διασκεδάσουν οι άλλοι μαζί μου…ά πα! πα! Χίλιες φορές στο πολυτελές αυτό Καρουζέλ που είναι και η δουλειά μου εύκολη…».
Τέτοια άκουγε κάθε τόσο το μικρό αλογάκι κι ένοιωθε όλο και πιο μόνο κι απελπισμένο…
...Μια μέρα ένα μικρό παιδάκι σκαρφάλωσε πάνω στο άσπρο άλογο, για να κάνει ένα γύρο με το κυκλικό παιχνίδι. Καθώς καθόταν επάνω και ενθουσιασμένο χτυπούσε τα ποδαράκια του στα πλευρά του αλόγου, παρατήρησε ύστερα από λίγο πως τα μάτια του μικρού αλόγου ήταν υγρά. Το μικρό παιδί αναρωτήθηκε πως γίνεται ένα ξύλινο άψυχο πλάσμα να κλαίει και κατεβαίνοντας απορημένο και φοβισμένο απ’ το Καρουζέλ απομακρύνθηκε γρήγορα απ’ το πάρκο και γύρισε σπίτι του για να σκεφτεί καλύτερα το παράξενο πράγμα που του συνέβη και να δώσει μια εξήγηση. Και καθώς σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν το περιστατικό το μικρό παιδάκι αποφάσισε να βρει την εξήγηση αυτού του μυστηρίου…
Το επόμενο απόγευμα την ώρα που σουρούπωνε, πήρε μαζί του την αγαπημένη του φίλη και κρύφτηκαν στα φυλλώματα του πάρκου, ακριβώς απέναντι απ’ το Καρουζέλ. Λίγο αργότερα την ώρα που έδυε ο ήλιος, κρυμμένα μέσα στους θάμνους τα δυο παιδιά, άκουσαν το φύλακα του πάρκου να κλειδώνει τις μεγάλες καγκελόπορτες που σηματοδοτούσαν τα όριά του και είδαν το χώρο να φωτίζεται με ένα απαλό φως απ’ τις μικρές λάμπες που υπήρχαν διασκορπισμένες σε διάφορα σημεία ανάμεσα στα δέντρα και στα παρτέρια. Τα δυο παιδιά τότε βγήκαν με προσοχή απ’ την κρυψώνα τους και κινήθηκαν προς το Καρουζέλ που ήταν στην άκρη του πάρκου βυθισμένο σχεδόν στο σκοτάδι, καθώς το φως από τις λάμπες δεν ήταν αρκετό για να φτάσει μέχρι το σημείο που στέκονταν τα άλογα. Καθώς πλησίαζαν, θόρυβος από ομιλίες έφτασε στα αυτιά τους και φτάνοντας πιο κοντά στο Καρουζέλ, το αγοράκι και το κοριτσάκι έμειναν έκπληκτοι μπροστά στο θέαμα που αντίκρισαν τα μάτια τους.
Τα έξι άλογα του Καρουζέλ, στέκονταν ολοζώντανα αν και ακινητοποιημένα πάνω στην ξύλινη πλατφόρμα του παιχνιδιού, τίναζαν τις ουρές τους, χτυπούσαν τα πόδια τους και κουνούσαν τα κεφάλια τους, μιλώντας μεταξύ τους κουτσομπολεύοντας τα τελευταία νέα και τεντώνοντας τα μέλη τους για να τα ξεμουδιάσουν από την ακινησία όλης της δύσκολης ημέρας. Το μικρό αγοράκι αφού συνήλθε λίγο απ’ το σοκ της στιγμής, πλησίασε περισσότερο προς το μέρος που βρισκόταν το άσπρο αλογάκι και το άκουσε να λέει στο ροζ αλογάκι που βρισκόταν μπροστά του: «Να και σήμερα, ήρθε ένα πιτσιρίκι και χτυπούσε τα πόδια του στα καπούλια μου για να τρέξω πιο γρήγορα και τ’ αγκάθια απ’ τα λουλούδια που με στολίζουν, έμπαιναν στα πλευρά μου και πονούσα τόσο πολύ. Εσύ πως μπορείς και δεν πονάς, δεν το καταλαβαίνω». «Είσαι μυγίαγκιχτος καημένε μου», απάντησε αλαζονικά το ροζ άλογο. «Εξάλλου μπρος τα κάλλη τι είναι ο πόνος; Κι εγώ πονάω λιγάκι δε λέω, όταν τα βρωμόπαιδα ανεβαίνουν απάνω μου και με λερώνουν με τα πόδια τους και με χέρια τους, που είναι γεμάτα σοκολάτες και καραμέλες, αντί να με θαυμάζουν από μακρυά, αλλά ξέρω ότι τα τριαντάφυλλα με κάνουν πιο όμορφη κι έτσι αντέχω τον πόνο…»
Το αγοράκι δεν κάθισε ν’ ακούσει περισσότερα. Έγνεψε στη φίλη του και γρήγορα τα δυο παιδιά στράφηκαν προς την βορεινή πλευρά του πάρκου, πίσω απ’ το Καρουζέλ και περνώντας εύκολα μέσα από τα κάγκελα του πάρκου γύρισαν σπίτι τους για να μην τρομάξουν και τους γονείς τους, που ευτυχώς δεν είχαν αντιληφθεί την απουσία τους…
Την άλλη μέρα το αγοράκι ξαναπήγε στο πάρκο. Πλήρωσε στον ιδιοκτήτη του Καρουζέλ το αντίτιμο για μια βόλτα και καθώς περίμενε να έρθει η σειρά του, πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε στο μικρό άλογο και κοίταξε το δέρμα στα πλευρά του, κάτω απ’ τα λουλούδια, διαπιστώνοντας πόσα γδαρσίματα και άσχημα κοψίματα ήταν με επιδεξιότητα κρυμμένα κάτω από τις κόκκινες γιρλάντες και τα στολίσματα. Μόλις ήρθε η ώρα ν’ ανέβει στο Καρουζέλ, διάλεξε ν’ ανέβει στο άσπρο αλογάκι. Περίμενε να ξεκινήσει ο γύρος, για να μην ακούγεται η φωνή του κι έπειτα έσκυψε και απαλά, χωρίς να χτυπήσει καθόλου τα πόδια του αυτή τη φορά, πλησίασε κοντά στο λαιμό του αλόγου και ψιθύρισε στο αυτί του: «έχω καταλάβει πόσο υποφέρεις εδώ πέρα! Θα μπορούσα να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω;….» Το αλογάκι ξαφνιάστηκε που κάποιος είχε αντιληφθεί τη ζωντάνια που κρυβόταν κάτω από τη φαινομενική του ακαμψία. Έμεινε για λίγη ώρα σκεφτικό κι ύστερα μίλησε στο αγοράκι: «πως το κατάλαβες;» «Χτες την ώρα που ανέβηκα πάνω σου, παρατήρησα ότι έτρεχαν δάκρυα από τα μάγουλά σου και μου φάνηκε περίεργο κι έτσι το βράδυ παραφύλαξα εδώ κοντά, κρυμμένος σ’ ένα θάμνο μαζί με μια φίλη μου και σας είδα που μιλούσατε. Κι έτσι σε άκουσα να παραπονιέσαι για τον πόνο που σου προκάλεσα. Με συγχωρείς.» «Δε πειράζει του είπε το αλογάκι. Σ’ ευχαριστώ που με σκέφτηκες, αν και δεν νομίζω πως μπορείς να κάνεις τίποτα για να με βοηθήσεις. Μόνο αν θες μπορείς να έρχεσαι όποτε θέλεις να μιλάμε, γιατί κι εγώ νοιώθω πολύ μόνο μου εδώ πέρα.»…
Έτσι ξεκίνησε μια πολύ ζεστή φιλία, ανάμεσα στο αλογάκι και στο μικρό παιδί. Το αγοράκι συχνά επισκέπτονταν το αλογάκι και προσπαθούσε να βγάζει τ’ αγκάθια απ’ το σώμα του ή να επουλώνει με μπογιές και πινέλα τα γδαρσίματα, κρυφά απ’ το φύλακα του πάρκου και τον αντιπαθητικό και χοντρό ιδιοκτήτη του Καρουζέλ. Συχνά έφερνε μαζί και τη φίλη του και κοιτούσαν με συμπόνια το μικρό αλογάκι, χαρίζοντας του λίγη συμπαράσταση, αφού δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο για να βελτιώσουν τη ζωή του…
Περνούσαν έτσι σιωπηλά και μονότονα οι μέρες και οι εποχές και ο καιρός άλλαζε τα χρώματα του πάρκου και τις αποχρώσεις στα φύλλα των δέντρων και στο χορτάρι που απλώνονταν γύρω απ’ το Καρουζέλ. Το καλοκαίρι γινόταν πράσινο και το χειμώνα άσπριζε απ’ το χιόνι που έπεφτε τριγύρω και πάγωνε τα μέλη του μικρού αλόγου μαζί με την καρδιά του. Και το φθινόπωρο τα πλατιά καφετιά φύλλα των δέντρων έπεφταν στο χώμα και του ‘διναν μια πανέμορφη πορτοκαλί απόχρωση ή βουτούσαν στα νερά της μικρής τεχνητής λίμνης που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ το Καρουζέλ.
Μια μέρα στο τέλος του φθινοπώρου, φωνές και φασαρία ακούστηκαν απ’ τη μεριά της λίμνης. Όλα τ’ άλογα που βρίσκονταν πάνω στο Καρουζέλ γύρισαν προς το μέρος που ακουγόταν η φασαρία και αντίκρισαν έναν μικρό καφετί κι ατίθασο Κάστορα που προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ το δίχτυ που ήταν παγιδευμένος και να τρέξει προς την έξοδο του πάρκου. «Αφήστε με! Αφήστε με σας λέω! Φώναζε εξαγριωμένος ο Κάστορας. Δεν θέλω να μείνω σ΄ αυτή την υγρή και στενή μουχλιασμένη λίμνη! Θέλω τα φρέσκα μου ξύλα στο ποτάμι με τα καθαρά νερά του και τις φίλες μου τις ενυδρίδες που κολυμπούσαμε κάθε απόγευμα μαζί και χαλούσαν τον κόσμο τα παιχνίδια μας! Θέλω τα νόστιμα φύκια μου και τους δικούς μου! Αφήστε με σας λέω…» Μα μάταια φώναζε ο νεαρός Κάστορας. Απότομα ο υπεύθυνος για τα ζώα του πάρκου, άνοιξε το δίχτυ και πέταξε τον Κάστορα στο θολό νερό της λιμνούλας, κόβοντας απότομα τις διαμαρτυρίες του. Μια τεράστια βελόνα βυθίστηκε στο πόδι του πολύ γρήγορα κι ο Κάστορας έπεσε στο νερό της λίμνης ναρκωμένος σαν ένα άψυχο αντικείμενο. «Θα συνηθίσει…» σκέφτηκε ο κτηνίατρος που του είχε κάνει την ένεση. Ελπίζω να μην χρειαστεί να του κάνω πολλές ενέσεις ακόμη. Κι από εκείνη την ημέρα κάθε φορά που ο Κάστορας, σκαρφάλωνε στα τοιχώματα της λίμνης για να το σκάσει και να επιστρέψει στο φυσικό του περιβάλλον, έπεφτε γρήγορα πάνω σε κάποιον, που αμέσως τον άρπαζε και τον γύρναγε πίσω, στην αιχμαλωσία της μικρής λίμνης και επιπλέον τον νάρκωνε για να μην διαμαρτύρεται...
Ύστερα από λίγες ήμερες ο Κάστορας σταμάτησε να φωνάζει, για να γλιτώσει τουλάχιστον τη νάρκωση και καθόταν κατσουφιασμένος στην άκρη της λιμνούλας, σκεπτόμενος συνέχεια ένα τρόπο για να φύγει και να ξαναγυρίσει στην εξοχή και αγνοώντας πως κάποιος απέναντί του, τον παρακολουθούσε με συμπάθεια. Ήταν το μικρό αλογάκι που είχε δει τα γεγονότα από την μέρα της άφιξης του Κάστορα και καταλάβαινε πόσο υπέφερε το μικρό ζωάκι. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα για να τον βοηθήσει, εγκλωβισμένο καθώς ήταν και αυτό στην ίδια κατάσταση.
Μια δυο μέρες αργότερα, το αγοράκι επισκέφτηκε το Καρουζέλ, κι ανέβηκε πάνω στην πλάτη του μικρού αλόγου. Μόλις ο γύρος ξεκίνησε, το αλογάκι διηγήθηκε την ιστορία του Κάστορα στο παιδί, τη στιγμή που δεν άκουγαν τα άλλα άλογα. Όταν τελείωσε η βόλτα, το μικρό παιδί, χάιδεψε στοργικά το αλογάκι και γρήγορα κατευθύνθηκε προς τη λιμνούλα. Στην αρχή δεν είδε τίποτα, μετά όμως, κοιτώντας λίγο πιο προσεχτικά, ανακάλυψε τον Κάστορα κρυμμένο κάτω απ’ τα φύλλα που σάπιζαν μέσα στη λιμνούλα και κουλουριασμένο σε μια γωνιά να κλαίει τη μοίρα του. Καθώς τον κοίταζε μια ιδέα γεννήθηκε στο κεφάλι του παιδιού. Αν ενημέρωνε τον Κάστορα για την κατάσταση του μικρού αλόγου, τότε αυτός θα μπορούσε να πριονίσει με τα δόντια του το στύλο που κρατούσε φυλακισμένο το αλογάκι και αυτό θα μπορούσε να μεταφέρει στην πλάτη του τον Κάστορα, μέχρι το σπίτι του στην εξοχή. Κι ο Κάστορας θα μπορούσε να καθοδηγήσει το μικρό άλογο, μέχρι εκεί, μέσα απ’ τους δρόμους της μεγαλούπολης, όπου βρισκόταν το πάρκο.
Το αγοράκι, επέστρεψε στο Καρουζέλ, έκανε άλλη μια βόλτα πάνω στο άσπρο άλογο και συζήτησε την ιδέα του μαζί του. Το αλογάκι ενθουσιάστηκε με την ιδέα, διαπιστώνοντας πως αυτή ήταν και η μοναδική του ευκαιρία, για να ξεφύγει από την αιχμαλωσία του. Έτσι το μικρό παιδί, ξαναγύρισε στη λίμνη και σκύβοντας τάραξε με το χεράκι του το νερό, για να προκαλέσει την προσοχή του μικρού Κάστορα. Ο Καστοράκος που λαγοκοιμόταν σε μια γωνιά, άνοιξε το ένα του μάτι βαριεστημένα και μόλις είδε τη φιγούρα του παιδιού από πάνω του άρχισε να μουρμουρίζει πως δεν είναι αξιοθέατο και πως θα έπρεπε το παλιόπαιδο να μην ταράζει τον απογευματινό του ύπνο. Το μικρό παιδί έσκυψε πάνω απ’ τη λιμνούλα και είπε: «Ψιτ! Άκου Καστοράκο! Εγώ είμαι με το μέρος σου! Ξέρω πως θέλεις να φύγεις απ’ αυτή την μίζερη λίμνη και μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να το πετύχεις! Αλλά θα πρέπει να συνεργαστείς…». Ο Κάστορας, παραξενεμένος που ένας άνθρωπος του μιλούσε και μάλιστα τόσο φιλικά, τινάχτηκε απότομα και πλησίασε γρήγορα το παιδάκι… «Πως το ξέρεις εσύ, ότι θέλω να φύγω; Πως το ξέρεις ότι ασφυκτιώ μέσα σ’ αυτή τη στενή λίμνη, που τα ψηλά της τοιχώματα μ’ εμποδίζουν να φύγω και να κολυμπήσω ξανά στο δροσερό μου ποτάμι, παρέα με τους φίλους μου, στην εξοχή;» «Άκου!» του είπε το μικρό παιδί! Από τότε που σ’ έφεραν εδώ, το άσπρο αλογάκι που είναι πάνω στο Καρουζέλ, σε άκουσε να διαμαρτύρεσαι και ξέρει πόσο υποφέρεις! Θέλει κι αυτό να ξεφύγει απ’ το Καρουζέλ του και να τρέχει ελεύθερο στην εξοχή. Αν συνεργαστείτε, ο ένας μπορεί να βοηθήσει τον άλλο και να ξεφύγετε και οι δύο…». Και το μικρό παιδί, εξήγησε στον Κάστορα το σχέδιο του…. Ο Κάστορας δεν το πολυσκέφτηκε…Συμφώνησε αμέσως και με το παιδάκι, οργάνωσαν τις λεπτομέρειες του ριψοκίνδυνου σχεδίου….
Το επόμενο απόγευμα, καθώς η μέρα πλησίαζε προς το τέλος της, ο Κάστορας γινόταν όλο και πιο νευρικός μέσα στην λιμνούλα του. Ευτυχώς γι’ αυτόν, κανένας από κτηνίατρους ή τους υπεύθυνους του πάρκου, δεν πρόσεξε την ανησυχία του και τη νευρικότητά του… μόλις βράδιασε και το πάρκο ησύχασε και πάλι, εμφανίστηκε το παιδάκι ξανά μαζί τη φίλη του και με προσοχή, αφού περίμεναν πρώτα, να απομακρυνθούν όλοι κι αφού σιγουρεύτηκαν, ότι οι φύλακες, ήταν μαζεμένοι στο ξύλινο σπιτάκι τους στην άλλη άκρη του πάρκου, πλησίασαν τη λιμνούλα και σιγά σιγά, έπιασαν με τα χέρια τους τον μικρό Κάστορα και άρχισαν να τον σηκώνουν μέσα από το νερό. Ευτυχώς για τα παιδάκια το βάθος της λίμνης και τα τοιχώματά της δεν ήταν επικίνδυνα κι έτσι μετά από λίγο, ο Κάστορας, πάτησε το έδαφος του πάρκου και γρήγορα άρχισε να τρέχει προς το μέρος του Καρουζέλ, ενώ τα δυο παιδιά, έτρεχαν ενθουσιασμένα στο κατόπι του. Χωρίς να χάσει καιρό, ο Κάστορας, ανέβηκε στην πλάτη του άσπρου αλόγου και άρχισε να πριονίζει το μεγάλο δοκάρι που κρατούσε το αλογάκι στη φυλακή του. Πριόνισε για αρκετή ώρα με τα κοφτερά του δοντάκια το χοντρό ξύλο, ώσπου τελικά κατάφερε να σπάσει το δοκάρι και πάνω και κάτω απ’ το σώμα του αλόγου και να απελευθερώσει το μικρό αλογάκι, που αμέσως, πήδηξε έξω απ’ τον κύκλο του Καρουζέλ κι άρχισε να κάνει μερικά τριποδίσματα για να ξεμουδιάσει, καθώς ο έκπληκτος Κάστορας προσπαθούσε να κρατηθεί πάνω στην πλάτη του. Αφού έκανε μερικούς καλπασμούς, το αλογάκι αποχαιρέτισε συγκινημένο το μικρό του φίλο, που το είχε βοηθήσει να κερδίσει την ελευθερία του και το κοριτσάκι και με τον Κάστορα που ταρακουνιόταν πάνω στην πλάτη του, τράβηξε προς την βορεινή πλευρά του πάρκου, προσπαθώντας να βρει ένα πέρασμα για να περάσει τα ψηλά κάγκελα, που ήταν το τελευταίο εμπόδιο των δυο δραπετών προς την ελευθερία…
Μα την τελευταία εκείνη στιγμή, η φασαρία από την παράνομη συντροφιά, που δεν είχε καταφέρει να κρατηθεί και πολύ ήσυχη τελικά αλλά και ο θόρυβος από τα άλλα άλογα που είχαν ξυπνήσει κι αυτά στο μεταξύ και φώναζαν στον Κάστορα να σταματήσει να διαλύει το Καρουζέλ τους, τράβηξαν την προσοχή του ιδιοκτήτη του Καρουζέλ, που είχε ξεμείνει στο καμαράκι των εισιτηρίων και μετρούσε τις εισπράξεις της ημέρας. Ο χοντρός ιδιοκτήτης γύρισε απότομα το κεφάλι του προς το Καρουζέλ του κι όταν αντίκρυσε το σπασμένο δοκάρι αλαφιασμένος άρχισε να φωνάζει τους φύλακες του πάρκου που παράτησαν στη μέση το τάβλι που έπαιζαν κι έτρεξαν προς τη μεριά που ακούγονταν οι φωνές. Μόλις οι τρεις άντρες αντιλήφθηκαν τι συνέβη, αν και έκπληκτοι που ένα ξύλινο άλογο μπορούσε να έχει ψυχή και να κρύβει τέτοια ζωντάνια μέσα του, αποφάσισαν πως το εξάρτημα του παιχνιδιού, έπρεπε αμέσως να επιστρέψει στην εργασία του. Έτσι εύκολα ξετρύπωσαν τα δυο παιδάκια απ’ τους θάμνους που είχαν κρυφτεί και τα ανάγκασαν να τους υποδείξουν την κατεύθυνση που είχε τραβήξει το αλογάκι, χωρίς ευτυχώς να καταλάβουν πως το μικρό άλογο είχε μαζί του ακόμη έναν, λίγο ζαλισμένο απ’ τους καλπασμούς, αλλά ευτυχισμένο δραπέτη στην πλάτη του… τα δυο παιδάκια δεν μιλούσαν, όταν τελικά το ροζ άλογο άνοιξε το στόμα του και αφήνοντας άναυδους τους τρεις κυνηγούς υπέδειξε την κατεύθυνση που είχαν πάρει οι δύο φυγάδες…. Φύλακες και ιδιοκτήτης, έτρεξαν αμέσως προς την βόρεια πόρτα του πάρκου, ξεχνώντας πίσω τους τα παιδάκια που φρόντισαν να εξαφανιστούν γρήγορα από την αντίθετη κατεύθυνση αλλά ήταν πολύ αργά.... το αλογάκι δίνοντας ένα μεγάλο σάλτο, είχε περάσει πάνω από τα κάγκελα του πάρκου, κερδίζοντας έτσι την ελευθερία του…
Ο Κάστορας οδήγησε το αλογάκι μέσα από τα μεγάλα και γκρίζα κτίρια της πόλης στα όμορφα πράσινα λιβάδια και στους απέραντους λόφους που ήταν κοντά στο ποτάμι, εκεί όπου βρισκόταν η αγαπημένη του φωλιά και οι φίλες του οι ενυδρίδες….
…Από τότε πέρασε πολύς καιρός…
Το μικρό αλογάκι συνήθισε γρήγορα στις νέες συνθήκες της ζωής του και ξεπέρασε με ευκολία τις πρώτες δυσκολίες προσαρμογής που είχε στο καινούργιο του περιβάλλον… έμαθε ν’ αποφεύγει τις μύγες και τα άλλα έντομα που το πλησίαζαν. Συνήθισε το πράσινο χορτάρι που του γαργαλούσε στην αρχή τα μικρά του πόδια. Έμαθε ν’ αποφεύγει τα χαμηλά κλαδιά όταν κάλπαζε γρήγορα ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα του δάσους. Συνήθισε το κρύο νερό του ποταμού, όταν πήγαινε να ποτιστεί και να επισκεφτεί τον μικρό Κάστορα που είχε γίνει ο καλύτερός του φίλος σ’ αυτή τη φιλόξενη εξοχή. Γιατί τίποτε απ’ όλα αυτά δεν πείραζε στ’ αλήθεια το μικρό αλογάκι. Ήταν πια ευτυχισμένο που είχε κερδίσει την ελευθερία του και μπορούσε να τρέχει όλη μέρα, μέσα σ’ αυτόν τον παράδεισο ή να τσαλαβουτάει στο ποτάμι, παίζοντας με τον Κάστορα και τις ενυδρίδες… και σιγά σιγά, γνώρισε και τ’ άλλα άγρια άλογα που ζούσαν εκεί κι έπιασε φιλίες μαζί τους. Κι όπως κάλπαζε δίπλα τους με τον καιρό, τα μέλη του άρχισαν να δυναμώνουν και να μοιάζουν όλο και περισσότερο με πραγματικού αλόγου και η χαίτη του ν’ αποκτά πραγματικό τρίχωμα και μέρα με τη μέρα το μικρό ξύλινο αλογάκι, μεταμορφώθηκε σ’ ένα πανέμορφο άγριο άσπρο άλογο που κάλπαζε όλη μέρα στην απέραντη εξοχή κι έζησε εκεί ευτυχισμένο ως τις τελευταίες μέρες της ζωής του…


Σημειώσεις ημερολογίου:

Στη Μαίρη Πόπινς έχει μια σκηνή όπου οι ήρωες της ταινίας φεύγουν από το Καρουζέλ πάνω στα άλογά τους και περιπλανιούνται στην εξοχή... από τότε φαίνεται που πρωτοείδα αυτή την ταινία έχω μια αντιπάθεια στα μαγκανοπήγαδα....

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-02-2010