Βραδινές Ιστορίες

Δημιουργός: rakenditos

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Που αλήθεια οδηγούνε οι στροφές
του μυαλού σου
οι πυξίδες και οι αλήθειες
των ματιών σου οι αχόρταγες φωτιές
του κορμιού
αυτού
οι πληγές.
Που με πάνε?

Λάδια μυρίζεις , μπαρούτι και μοιάζεις
με σκίτσο ασπρόμαυρο τα άγρια μάτια
γυρίζεις απάνω μου αργά και διατάζεις
να γίνει το σίδερο χίλια κομμάτια.

Καρδιά που σε χάραξαν μέσα στο μέταλλο
μετράς την βελόνα χωρίς να τρυπήσεις
τεντώνεις το τόξο , αφήνεις το πέταλο
και σπας τα λουκέτα με δύο κινήσεις.

Και είδα στο πρόσωπο του αίματος κόκκινο
το χρώμα της έξαψης να σε πλημμυριζει
τον ήλιο χαλκό μικρό κι ολοφώτεινο
να σκάει σαν θύελα κακή που γυρίζει .

Η σκόνη σηκώθηκε - εκεί τα χρειάστηκες
το κύμα της έκρηξης φυσάει τα μαλλιά σου
για μια στιγμή μοναχά κοντοστάθηκες
και έπειτα φώναξες με ένταση "βιάσου!"

Πάρε με μαζί σου σε αυτό το ταξίδι
δεν έχω τίποτα πια για να θυμάμαι
τώρα είμαι μόνος- δες! και φοβάμαι
πάρε με μαζί σου σε αυτό το ταξίδι.

Τα λάφυρα βάραιναν πάνω στην ράχη μου
οι φύλακες μ' έδειχναν με τα σπαθιά τους
μα εσύ πια γελούσες μέσα στο αμάξι μου
"και τωρα" μου έλεγες "τρέχα μακριά τους".

Με φόρα γλιστρούσαμε απάνω στην άσφαλτο
αφήνοντας σχέδια , οι ρόδες καμένες
μνημείο από σκιές στον δρόμο ακατάστατο
μιλώντας για σκέψεις ως τώρα κρυμμένες.

Το οινόπνευμα γλύκαινε μέσα στις φλέβες σου
και χόρευες λάμποντας στα άστρα ,χαμένη
στον κόσμο που γίνονται πράξη οι τρέλες σου
στον θρίαμβο βούταγες πια μεθυσμένη.

Κι ύστερα έγειρες πλάι μου και έφερες
τα χείλη σου ανάσα που καίει στα δικά μου
την άκρη της γλώσσας μου τρέμοντας έγλυφες
τραβώντας τα ρούχα να βρείς την καρδία μου.

Μα πάρε με μαζί σου σε αυτό το ταξίδι
δεν έχω τίποτα πια για να θυμάμαι
τώρα είμαι μόνος δες και φοβάμαι
πάρε με μαζί σου σε αυτό το ταξίδι.

Στο γρήχορο βήμα της φεύγαμε τρέχοντας
μετρώντας στροφές κι ευθείες στο βράδυ
έναν ιστό ασημί σημαδεύοντας ,
παλέυοντας μόνοι μας μες στο σκοτάδι.

Τα φώτα που ανάψανε μέσα στο τίποτα
σημάνανε κίνδυνο , κάτι είχα χάσει
τα φρένα καπνίσανε λίγο και ύποπτα
είπες πως είχαμε..είχαμε φτάσει!

Την πόρτα μου άνοιξες κι όπως δεν έβλεπα
έξω με τράβηξες κι όλο γελούσες
φώναξες "κοίτα ρε φίλε τι έφερα"
και πάνω μου έστρεψες το smith που κρατούσες.

Απότομα έπεσα πάνω στα γόνατα
κι έπειτα έπαψα πια να θυμάμαι
χιλιάδες ανάψανε μέσα μου χρώματα
και ώρες δεμένος σαν έμβρυο κοιμάμαι.

Μα πάρε με μαζί σου σε αυτό το ταξίδι
δεν έχω τίποτα πια για να θυμάμαι
τώρα είμαι μόνος δες και φοβάμαι
πάρε με μαζί σου σε αυτό το ταξίδι.

Στα πλευρά μου αισθάνομαι τώρα τον δρόμο
με σερνουν στο άγνωστο αυτές οι στροφές σου
κι νοιώθω σαν χάδι από φίδι τον νόμο
που βλέπουν νεκροί το πρωί οι εραστές σου.

Κλειδωμένος στο πορτ παγκαζ και δεν ξέρω
που με οδηγούν ξανά τα ονειρά σου
μα ξέρω σαν άρρωστος πόσο σε θέλω
και κάνω μια ακόμη βουτιά στην φωτιά σου.

Λάδια μυρίζεις , μπαρούτι και μοιάζεις...
το κύμα της έκρηξης φυσάει τα μαλλιά σου
γυαλιά που κατέβαζες αργά και διατάζεις
να ζήσω για πάντα σαν σκια στην φωτιά σου.

Την πόρτα μου άνοιξες κι όπως δεν έβλεπα
έξω με τράβηξες κι όλο γελούσες
φώναξες "κοίτα ρε φίλε τι έφερα"
και πάνω μου έστρεψες το smith που κρατούσες!!


Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-03-2010