Οι μοιραίοι

Δημιουργός: ΚΑΡΑΝΤΙ, Γιάννης Χ.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Mες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου στρίγγλιζε η λατέρνα),
όλη η παρέα πίναμε εψές,
εψές σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

( Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! )

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
του άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λειώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει;.. ποιος φταίει;.. Kανένα στόμα
δεν το 'βρε και δεν το 'πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!




(Κώστας Βάρναλης)

Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-03-2010