Ποντια Μανα Δημιουργός: Adoletes, Βασίλης Ταρνανίδης Αφιερωμάνο στη μάνα μου και σε όλες τις μανάδες της προσφυγιάς. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info ΠΟΝΤΙΑ ΜΑΝΑ.
Ποίηση Βασίλη Ταρνανίδη
Φορτιό στη ράχη άλλου φορτιού θαρρείς κι είναι δεμένο
ή σαν κουβάρι σ’ άλλου απά’ τους ώμους συμπλεκμένο.
Αγκαλιασμένες δυο σκιές πάνω στη βουνορράχη
μαύρες, στο ξεθωρόβλεμμα, σκιές σφιχτοκυλιούνται
κι ανάσες, στη βουνοπλαγιά, του μόχτου, κομματιάζουν.
Κρώπιο στο χέρι της μ’ ορμή κραδαίνει και στη ρίζα
το καταφέρνει για φορτιό βελανιδιάς για γαύρου,
να ταμιεύσει μπόρεση του βίου της του μαύρου.
Χρόνια διαβήκανε μ’ αυτό το πάλεμα της ζήσης,
νικήσαν’, αναστήσανε, γονείρπυσαν, σταθήκαν,
ανθοβυζούσες μέλισσες στ’ αμάραντα της φύσης
μέλι, κερί ένα σωρό τα σκεύη πληρωθήκαν.
Αντάμα, χρόνε, πίσω τους μαζί τους ένα κι ένα,
ποτέ σου δεν αστόχησες, δε σ’ έπιασε η λάρα!
Στο ’να το χέρι το κρωπιό, στ’ άλλο κρατάς την πένα,
δε σε λυγούσ’ ο κάματος στη δούλεψη σπορίδας.
Πελέκαγες και χρέωνες μονόχρονους πασσάλους
για της ζωής το φόρτωμα, για τη βρωστιά αγκύλες,
τ’ αντίβαρα όλα στο ζυγιό μην έλειπε κανένα!
Αγέραστος κι αν έμεινες, μη’ δε καταπονήθεις;
ώρα ήρθε της χρέωσης του υστερνού πασσάλου!
Χρόνε μαστόρεψτον καλά και καλοδούλεψέ τον,
πρόπυλο κάλλους προύριστε, βαθύριζο ιστορίας.
_Το φορτιό σας πληρώθηκε! Κινείστε! ΠΕΛΑΓΙΑ,
ΠΑΡΕΣΗ, ΣΟΝΑ, ΚΕΡΕΚΗ, ΛΙΣΑΦ, ΑΝΘΗ, ΣΟΦΙΑ!
Μανάδες αγιόμορφες!! Θεμέλιοι λίθοι οίκων!
Αστέρια ’λιολαμπρότερα, διάλειμμα για τα σκότη.
_Τώρα πια, ’ναι κατήφορος κι έχουν φτερά τα πόδια,
αγρίκιστα στ’ αυλόπορτο με μιας θε να βρεθείτε!
_ Πανάθεμά το για φορτιό! Βαριά με κατακλείνει!
Παρέλυσα απότομα! ’πωμίζομαι λες, βράχο!!
……………………………………………………..
Κει, κάτω στο βουνόχειλα, κι όπ’ απολήγ’ η ισιάδα
κι ο φράχτης κει που σώνεται, που φράζει άσπρες πόρτες,
πόρτες του Άδη ο πηγαιμός, μονόδρομ’Αδηβγάλτες,
κόπηκε μάνα, σαν οτρά ολ’ η ανάκαρά σου!
Λύθηκε το δεματικό! Σκόρπισε το φορτιό σου!
Οι πάσσαλοι όλοι σύνορθοι στο χώμα ριζωθήκαν!
Εβλάστησαν κι εφίλωσαν! Παχύ να κάνουν ίσκιο,
«μη ζεσταθεί η μάνα μου, ιδρώς να μη τη λούσει!»
Έπλεξαν τα κλαδάκια τους στη φτιάση ηλακάτης
να κλώσουνε ηλιοκλωστή με τ’ ήλιου τις αχτίνες.
Πλέξανε τα κλαδάκια τους, αργαλειό μαστορέψαν
να υφάνουν χρυσοσκέπασμα και θαλερά στρωσίδια!
_Μάνα, αγάπη ’γω ’δωσα, για υφάδι, απ’ την καρδιά μου,
μη και κρυώσεις μάνα μου! Μη και ριγοπαθήσεις!
Με μιας τους φυλλοβόλησαν για να γιομίσουν στρώμα
βουνόσταλτος αγριάνεμος ήρθε και κάλυψέ το,
«μη σ’ απολεπιθούν πληγές, γρήγορα για να γειάνεις.»
Περίτεχνα σε δίχαλα πλεχθήκαν τα κλαδιά τους
πουλάκια καλλικέλαδα να χτίσουν τις φωλιές τους,
να τραγουδούν, να χαίρονται αβγά γεννοβολώντας.
Κι όταν δοξάρι καβαλά των λιβαδιών αγέρας
κι ως το τραβά ανάλαφρα πα’ στις χορδές του ήλιου
γλυκύς σκοπός να χύνεται και όχι μοιρολόγι
μην πέθανε η μάνα μου; Σ’ αφουγκρασμό αφέθη
’το, που θεμέλιωσε να δει, ασάλευτο να μείνει!
Σημ: το ποίημά μου αφιερώνεται στις πρόσφυγες μανάδες μας από τον Πόντο που για μοναδικό τους στόχο έβαλαν το πώς θα μεγαλώσουν και θα μορφώσουν τα παιδιά τους δίνοντάς τα έτσι όλα τα πνευματικά και υλικά εφόδια όσα είχαν και τα παιδιά του τόπου που εγκαταστάθηκαν μετά τον ξεριζωμό, κάνοντας για το σκοπό αυτό τις πιο σκληρές και δυσανάλογες για τις δυνάμεις τους δουλειές, όπως εγώ τις είδα, κουβαλώντας ακόμα και ξύλα με την πλάτη τους από τις πιο κακοτράχαλες βουνοπλαγιές, βάζοντας φυσικά σε ελάχιστη μοίρα την προσωπική τους ζωή!
[B] Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-03-2010 | |