Ευγενία σβήσε το φως Δημιουργός: Nefeligeretis, Κώστας Κορδεράς Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ο μπάρμπα Κώστας ήταν σκληρό καρύδι στα νιάτα του. Τον φοβόντουσαν
όλοι. Εκείνος, το μόνο που φοβόταν ήταν η Ευγενία, η γυναίκα του. Όμως
πολλές φορές ήταν εκείνος, που την έκανε να κρύβεται ακόμα και από το
Θεό, όταν δεν του έσβηνε το φως. Είχε ένα πάθος περίεργο, ότι έβλεπε του
άρεσε και ήθελε να το κάνει δικό του. Μια φορά οι συγχωριανοί του για να
διασκεδάσουν με το πάθος του αυτό, του σκάρωσαν μια πλάκα. Ηξεραν
πως κάθε σούρουπο γυρίζοντας από το χωράφι του, πάντοτε περνούσε
από τη βρύση του Περικλή για να ποτίσει το γάϊδαρό του. Εκεί λοιπόν
άφησαν ένα κουτί, με ωραίο περιτύλιγμα και κρύφτηκαν πίσω από τις
πορτοκαλιές που υπήρχαν γύρω. Οταν έφτασε στη βρύση, αφού ήπιε νερό
ο ίδιος, πότισε και το γάιδαρό του και όπως ήταν λογικό και επόμενο, το
μάτι του έπεσε επάνω στο κουτί. Τον έπιασε ταραχή και μεγάλη αγωνία.
Κοιτώντας δεξιά και αριστερά μήπως ερχόταν κανείς, το βούτηξε και το
έχωσε στο κοφίνι που ήταν δεμένο μόνιμα στο σαμάρι του γάϊδαρου.
Μέσα, βέβαια, είχε και ένα σωρό άλλα πράγματα, λάφυρα της μέρας.
Από αυγά και φρούτα μέχρι ζαρζαβατικά.
Η κυρά Ευγενία κάθε δειλινό άναβε το φώς της εξώπορτας και τον
περίμενε να γυρίσει. Φοβόταν βλέπεις να τον περιμένει στα σκοτεινά.
Μέχρι να φτάσει στο χωριό ο μπάρμπα Κώστας είχε φτάσει και η νύχτα
μαζί. Πλησιάζοντας στο σπίτι φώναζε με την δυνατή και οργισμένη φωνή
του, Ευγενία, σβήσε το φώς. Λίγο το 'χεις οι γείτονες να έβλεπαν, τι θα
έβγαζε από το περιβόητο κοφίνι του;
Την Κυριακή στο καφενείο, μετά την εκκλησία, μαζευόντουσαν όλοι οι
άνδρες για να πιουν καφέ και να κουβεντιάσουν για ότι συνέβει την
εβδομάδα που πέρασε, διάφορα θέματα, τα γνωστά των ελληνικών
επαρχιακών καφενείων. Μόλις έκατσε και ο μπάρμπα Κώστας, προτού
καλά καλά προλάβει να παραγγείλει τον καφέ του, ο Βασίλης ο
αγροφύλακας, το πειραχτήρι του χωριού, τον ρώτησε όσο μπορούσε πιο
αδιάφορα. Βρε μπάρμπα Κώστα, εσύ που περνάς μόνιμα και κάθε μέρα
από τη βρύση του Περικλή, εκεί κοντά στου Δαμηλάκου, μήπως είδες
κάποιο κουτί που ένας πλανόδιος έμπορος ξέχασε στη βρύση προχτές, που
στάθηκε για να πιεί νερό; Οχι τίποτ' άλλο, αλλά δεν ήταν και δικά του του φουκαρά.
Ένα κουτί γεμάτο με χρυσαφικά ήτανε, ήταν η πραμάτεια που τα πουλούσε
για λογαριασμό του αφεντικού του.
Σαν να τον κτύπησε κεραυνός τινάχτηκε επάνω ο μπάρμπα Κώστας...
Ψέμματα, κορώνα μου, ψέμματα! κλούβια αυγά είχε μέσα!...
Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-03-2010 | |