Ηθελε να τον σκοτώσει Δημιουργός: Nefeligeretis, Κώστας Κορδεράς Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ηθελε να τον σκοτώσει. Η ώρα είχε πάει εννιά και ακόμα ήταν επάνω και δούλευε.
Της είπε να περιμένουν λίγο ακόμα όπου νάναι θα έφευγε. Την είχε κοπανήσει από το σπίτι βιαστικά, δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεση της. Η ώρα εν τω μεταξύ κυλούσε βασανιστικά αργά.
Αν έχεις κάποιο σκοπό δεν περνάει η ώρα, είναι γνωστό αυτό.
Εκείνη άρχισε να του μιλάει για τη δουλειά της, για το καινούργιο γραφείο δομικών εφαρμογών,
που ετοίμαζε σε ένα νεόκτιστο γραφείο σε κάποια συνοικία του Πειραιά,
δεν συγκράτησε το όνομα της. Εκείνος είχε άλλα στο μυαλό του, ίσα που την άκουγε τι του έλεγε. Από τη γωνία που είχαν παρκάρει το αυτοκίνητο φαινόταν ένα μικρό μέρος από τη τζαμαρία του πολυόροφου κτηρίου. Περίμενε να δει το φως να σβήνει,
για να την πάρει ν' ανέβουν μέχρι τον τέταρτο όροφο.
Αφού τελείωσε την κουβέντα για το πώς είχε σχεδιάσει να στήσει το γραφείο,
άρχισε να του μιλάει για τον πατέρα της νύφης της. Ενα τύπο περίεργο και καθόλου καλό
για τα παιδιά του. Είχε ένα γιό και μια κόρη. Η κόρη του , του είχε χαρίσει τέσσερα εγγόνια.
Αυτή πάλι είχε κάνει το σπίτι της, και ειδικά το σαλόνι της, αποθηκευτικό χώρο.
Μάζευε προικιά για τα παιδιά της. Τους επισκέπτες τους βόλευε σε ένα μικρό καθιστικό.
Ο γιος είχε μείνει ελεύθερος και ξεκοκκάλιζε την περιουσία του. Του είχε φτιάξει πολλές δουλειές, αλλά εκείνος τις απέρριπτε βρίσκοντας κάθε φορά και κάποια δικαιολογία.
Οταν πέθανε η γυναίκα του, βρέθηκε να συζεί με μια παλιά γειτόνισσα του, βίο και πολιτεία, την Αθανασία. Κάποτε μέχρι και στη φυλακή είχε βρεθεί για κάποιες οικονομικές ατασθαλίες, δηλαδή τι μέχρι, αφού έμεινε αρκετά χρόνια στον Κορυδαλλό. Είχε βάλει στο μάτι την περιουσία του γέρου
και έψαχνε τρόπους για να την κάνει πάσα στο γιό της. Πώς; Έτσι θα τον άφηνε; Έναν τον είχε!
Τότε ήταν που τα παιδιά του τον πήγαν με το ζόρι στο συμβολαιογράφο για να τους μεταβιβάσει την περιουσία του. Είχε τρία μαγάζια με είδη μηχανολογικού εξοπλισμού. Ολα τα προϊόντα τα έκανε εισαγωγή από την Γερμανία. Καλά δικτυωμένος, με πολλή και καλή πελατεία. Βέβαια δεν τον ένοιαζαν τα σχόλια που άκουγε, εκείνος αυτό που ήθελε το είχε, μια νέα και όμορφη γυναίκα στο πλάϊ του, έστω και πρώην τρόφιμο του Κορυδαλλού.
Το φως δεν έλεγε να σβήσει. Σκέφτηκε να ανέβει να δει γιατί αργούσε τόσο πολύ να φύγει,
αλλά πάλι δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της με τόση ερημιά γύρω. Της το είπε, εκείνη συμφώνησε πως έπρεπε να ανέβει. Ο διαθέσιμος χρόνος της είχε σχεδόν τελείωσει. Της άφησε τα κλειδιά του αυτοκινήτου για κάθε ενδεχόμενο και ξεκίνησε να ανέβει επάνω.
Μπήκε στο κτήριο από την πλαϊνή είσοδο, βγήκε στον κεντρικό χώρο του ισογείου
και κάλεσε το ασανσέρ. Πρέπει να είχε κολήσει γιατί δεν ανταποκρινόταν, ούτε και έδειχνε ο φωτενός πίνακας σε ποιον όροφο βρισκόταν. Ανέβηκε από τις σκάλες, είχε και εκείνη την καταραμένη την δύσπνοια που τον ταλαιπωρούσε μέρες τώρα και του φάνηκε βουνό το ανέβασμα.
Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Την ξεκλείδωσε και μπήκε στον τεράστιο χώρο του γραφείου.
Ολα τα φώτα ήταν αναμένα, μέσα δεν υπήρχε κανείς. Θα είχε φύγει νωρίς, και θα είχε ξεχάσει και τα φώτα αναμένα. Αδικα τον κατηγόρησε. Βλαστήμισε τον εαυτό του, που δεν σκέφτηκε να ανέβει από την πρώτη κιόλας στιγμή που έφτασε.
Έριξε μια γρήγορη ματιά παντού, για να σιγουρευτεί οτι το γραφείο ήταν άδειο.
Δεν είχε φροντίσει να ζητήσει το νούμερο του κινητού τηλεφώνου της, έπρεπε να κατέβει,
να κλειδώσει και το αυτοκίνητο και να ανέβουν ξανά μαζί.
Κατέβηκε, το αυτοκίνητο έλειπε από τη θέση του. Στην αρχή νόμιζε οτι θα το είχε παρκάρει σε άλλο σημείο, σκέφτηκε ελάχιστα αυτή την πιθανότητα και σιγουρεύτηκε οτι δεν έκανε λάθος. Εκεί το είχε αφήσει.
Εχουν περάσει τρία χρόνια. Δεν βρήκε κανένα ίχνος. Ούτε από το αυτοκίνητο, ούτε από εκείνη. Του έμεινε όμως η ιστορία με τον συμπέθερο...
Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-03-2010 | |