Πονάς Δημιουργός: ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Πονώ,
πονάς,πονά,πονάμε,πονάτε,πονάν...έτσι ήταν η γραμματική,μέχρι εκείνη τη νύχτα,της πρώτης μέρας που σε είδα.Τη νύχτα εκείνη εισέβαλα στη γραμματική,πάλεψα με σημεία στίξης κι αντωνυμίες και εν τέλει,ξήλωσα το πονάς...στη θέση του άφησα τρις τελείες να κλείσουν τις πληγές...Ποιος άραγε να το βαλε εκεί,ποιος ήθελα να πονάς;...Το άλλο πρωί με το πονάς στην κουμπωμένη τσέπη μου,κίνησα για τη λίμνη των δακρύων...Τα χελιδόνια μου χαν πει κάποτε πως βρίσκεται κάπου πέρα από τη θάλασσα της λύπης,και πως σ αυτή καταλήγουν χιλιάδες καταρράκτες δακρύων...Το μικροκαμωμένο πονάς με βάραινα σαν να ταν χίλιες θλίψεις...ακόμα και μακριά από τη γραμματική επιτελούσε το σκοπό της ύπαρξης του...έπρεπε να βιαστώ,...άνοιξα το βήμα...απ' ώρα είχε σκοτεινιάσει...είχα φθάσει,η λίμνη των δακρύων απλωνόταν μπροστά μου,...χιλιάδες καταρράκτες κατέληγαν σ αυτή,προσδίδοντας μια αλλόκοτη ομορφιά στη θλίψη...κατάκοπος κάθισα σ' ένα βράχο να ξαποστάσω,τα βλέφαρο μου έτοιμα να κλείσουν...η εικόνα σου πλημμύρισε το κορμί μου...πετάχτηκα ταραγμένος,το πονάς ήταν ακόμα στην τσέπη μου,έπρεπε να τελειώνω μαζί του,δεν υπήρχε χρόνος για ξεκούραση,χρόνος για όνειρα...Πλησίασα τη λίμνη,έβγαλα με προσοχή το πονάς και το βύθισα,ξανά και ξανά,μέχρι να ξεπλυθεί εντελώς...Το ξημέρωμα με βρήκε να βουτώ το πονάς στον όγκο των εκατομμυρίων δακρύων,που κατέληξαν στη λίμνη από ποιος ξέρει πόσα εκατομμύρια μάτια...τα δάχτυλα μου είχαν αρχίσει να μουδιάζουν...τα πουλιά ξυπνούσαν στις φυλλωσιές και γεμάτα απορία με περιέργαζονταν,μουρμουρόντας σε ακατάληπτους σκοπούς,άξαφνα ένιωσα τα χέρια μου να λαφρώνουν,είδα το πι το όμικρον το νι και το σίγμα το τελικό να χάνονται...κρατόντας σφιχτά το άλφα στα χέρια μου,κίνησα για να σε βρω,ποιος νοιάζονταν τι λένε τα πουλιά; Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-03-2010 | |