Το θολό ποτάμι

Δημιουργός: prang, Σπύρος Τζώρτζης

Αφιερωμένο στο παιδί με το λευκό ρούχο

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η όρασή μου, πεισματικά ασταθής. Αποφάσισα να βγάλω τα γυαλιά μου· εξάλλου περισσότερο κακό μου προκαλούσαν. Τώρα, στο σημείο που προ ολίγου κείτονταν το σκυλί, έβλεπα ένα παιδί. Το κορμάκι του κάλυπτε κάτι που έμοιαζε με σκισμένο σεντόνι, ή με μια κάπως μεγάλη μαξιλαροθήκη, και τίποτε άλλο. Με κοίταζε στα μάτια.

-Σε βλέπω καλύτερα από ότι εσύ εμένα. Προσπάθησα να χαμογελάσω. «Σε εμένα, δεν θα ξαναπείς ψέματα».

Κίνησα προς το μέρος του. Ξεκίνησε να τρέχει, το κυνήγησα. Μπήκε στον πρώτο δρόμο, οι λάμπες ήταν σβηστές, χαλασμένες. Βγήκα ξοπίσω του μετά τη στροφή. Είχε ήδη ανεβεί στις ταράτσες των σπιτιών, ή ακροβατούσε στα μπαλκόνια με τις πασχαλιές.

-Πρόσεξε, θα πέσεις!, του φώναξα. Γέλασε σιγανά· είχε ήδη φτάσει στο τέρμα της σιδερένιας μπάρας. «Κατέβα!».
-Ανέβα, μου είπε και γλίστρησε στο καμπαναριό της εκκλησίας. Έφτασε γρήγορα στον κήπο του Ιερού, εκεί που προστάζει η ανατολή. Πήδηξε τον φράχτη με τις τριανταφυλλιές και πάτησε πάλι άσφαλτο. Είχα αρχίσει να κουράζομαι..
-Που πας;, φώναξα.
-Ανέβα, μου είπε σιγανόφωνα, και το έβαλε στα πόδια.


Το κρύο δάγκωνε τους αστραγάλους μου. Εγκατέλειψα. Βάδισα αργά για να κερδίσω πάλι την ανάσα μου. Δεν ήμουν εγώ ποτέ για περιπέτειες. Περπάτησα, επιτέλους, μέχρι το ζαχαροπλαστείο. Αγόρασα τις σοκολάτες και κίνησα να γυρίσω.
Το παιδί, καρφωμένο στη βιτρίνα, κοιτούσε πότε εμένα, πότε τις γάτες τις ζαχαρωτές και τα χελωνάκια. Πλήρωσα όπως-όπως και βγήκα. Όμως τώρα, δεν έτρεχε, δεν λαχάνιαζε.

-Γεια σου, του είπα. Δεν μου απάντησε, τα μάτια του ξετύλιγαν το χρυσόχαρτο στα χέρια μου.
-Θέλεις λίγο;, αποκρίθηκα, και έτεινα ελαφρώς το χέρι μου προς το μέρος του. Πλησίασε αμίλητο, σχεδόν κουτσαίνοντας και πήρε ένα σοκολατάκι από τη χούφτα μου.
-Δεν θα το φας;
-Όχι, δεν θέλω. Θα μες πας για βόλτα;

Το πήρα από το χεράκι, μα δεν μπορούσα να πω λέξη. Δεν είμαι σίγουρος αν ήθελα κιόλας. Περάσαμε από όλα τα συνοικιακά μαγαζιά και τις αυλές. Έχω ακόμα την αίσθηση ότι δεν μπορούσε να μας δει κανείς.

-Να προσέχεις, μου είπε όπως βαδίζαμε, και με κοίταξε στα μάτια.

Δάκρυσα. Ύστερα από λίγο, είχαμε φτάσει στις όχθες του ποταμού.

-Σε αγαπάω, μου είπε, και με αγκάλιασε στο πόδι. Και πριν προλάβω να σκύψω, είχε ήδη
βουτήξει στο νερό, αφήνοντάς μου τίποτα παραπάνω από το χρυσόχαρτο, και την αντανάκλασή του στην επιφάνειά του και στον πυθμένα μου..

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-04-2010