Κωνσταντίνος Καβάφης

Δημιουργός: daponte, Σταύρος

Αλεξάνδρεια ,29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B]«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα.
Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».[/B]

[I]Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ.Π. Καβάφη[/I]




[I][B]Από τα " Κρυμμένα Ποιήματα" (1877 - 1923)[/B][/I] [B]:[/B]

[B]Κι ακούμπησα και πλάγιασα στες κλίνες των [/B]

Στης ηδονής το σπίτι όταν μπήκα,
δεν έμεινα στην αίθουσαν όπου γιορτάζουν
με κάποια τάξιν αναγνωρισμένοι έρωτες.

Στες κάμαρες επήγα τες κρυφές
κι ακούμπησα και πλάγιασα στες κλίνες των.

Στες κάμαρες επήγα τες κρυφές
που το ’χουν για ντροπή και να τες ονομάσουν.
Μα όχι ντροπή για μένα — γιατί τότε
τι ποιητής και τι τεχνίτης θα ’μουν;
Καλύτερα ν’ ασκήτευα. Θα ’ταν πιο σύμφωνο,
πολύ πιο σύμφωνο με την ποίησί μου·
παρά μες στην κοινότοπην αίθουσα να χαρώ.



[B]Οι Eχθροί [/B]

[I]Τον Ύπατο τρεις σοφισταί ήλθαν να χαιρετήσουν.
Ο Ύπατος τους έβαλε κοντά του να καθίσουν.
Ευγενικά τους μίλησε. Κ’ έπειτα, φροντίσουν,
τους είπε, χωρατεύοντας. «Η φήμη φθονερούς
κάμνει. Συγγράφουν οι αντίζηλοι. Έχετ’ εχθρούς.»
Aπήντησ’ ένας απ’ τους τρεις με λόγους σοβαρούς.[/I]

«Οι τωρινοί μας οι εχθροί δεν θα μας βλάψουνε ποτέ.
Κατόπι θά ’λθουν οι εχθροί μας, οι καινούριοι σοφισταί.
Όταν ημείς, υπέργηροι, θα κείμεθα ελεεινά
και μερικοί θα μπήκαμε στον Άδη. Τα σημερινά
τα λόγια και τα έργα μας αλλόκοτα (και κωμικά
ίσως) θα φαίνονται, γιατί θ’ αλλάξουν τα σοφιστικά,
το ύφος και τας τάσεις οι εχθροί. Όμοια σαν κ’ εμένα,
και σαν κι αυτούς, που τόσο μεταπλάσαμε τα περασμένα.
Όσα ημείς επαραστήσαμεν ωραία και σωστά
θα τ’ αποδείξουν οι εχθροί ανόητα και περιττά
τα ίδια ξαναλέγοντας αλλιώς (χωρίς μεγάλον κόπο).
Καθώς κ’ εμείς τα λόγια τα παλιά είπαμε μ’ άλλον τρόπο.»


[B]Ενδύματα [/B]

Mέσα σ' ένα κιβώτιο ή μέσα σ' ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.
Tα ρούχα τα κυανά. Kαι έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Kαι κατόπιν τα κίτρινα. Kαι τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ' ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή - που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
Όλως διόλου τελειωμένη. Tα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα κατά γης. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Mερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κ' εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά - άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-04-2010