Οδύσσεια 1

Δημιουργός: Μπάμπης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

τότε τον κόσμο έσκιαζε βαριά μητριαρχία
κι έτσι τους άντρες έστειλαν να παν να πολεμήσουν

αυτές είχαν προβλήματα πιο σοβαρά να λύσουν
και να εντρυφήσουν ξέγνοιαστες στην κουμκανομαχία

πίσω μονάχα μείνανε κάτι πιτσιρικάδες
που δε μπορούσαν το σπαθί να ζώσουν στα λαγόνια

μα έλα που περάσανε πάνω από δέκα χρόνια
κι ήρθαν οι σπόροι κι έγιναν μουσάτοι παιδαράδες

οι πιο πολλοί βολεύονταν στο αναμεταξύ τους
άκρως πολιτικώς ορθό στους χρόνους του Ομήρου

οι πόρνες κάναν προσφορές λόγω πεσμένου τζίρου
και μέτραγαν τα ένσημα μέχρι τη σύνταξή τους

έτσι κυλούσε η ζωή μέχρι που μιαν ημέρα
ακούσανε στο CNN πως έπεσε η Τροία

και νάτους ,καταφτάνουνε,ο ένας μετά τον άλλο
άπλυτοι ,αξύριστοι και ταλαιπωρημένοι

-καλως τονα ,μα μην πατάς,σφουγγάρισα η καημένη
βγάλτα στο διάδρομο, θερμοσίφωνα να βάλω

ενός ανδρός εξαίσιου ,του έφτασε μαντάτο
-να εύχεσαι στον πηγαιμό να' ναι μακρύς ο δρόμος,

αν καπετάνιος είσαι εδώ εκεί θα΄σαι λοστρόμος
κι αν θέλεις υπογράφουμε αμέσως το κοντράτο

δεν ξέρω πόσα του'δωσαν, ούτε κανείς το ξέρει,
λένε οχτακόσια τάλαντα για κάθε ραψωδία

μα εμένα ξέρεις τα λεφτά μου φέρνουν αηδία
με νοιάζει ο πόνος μοναχά αυτού που υποφέρει

αργούσαν στα γυρίσματα ,ψείρας ο σκηνοθέτης,
η Πηνελόπη καρτερεί ,τα πήρε εις την κράνα

πιστεύει πως τον τύλιξε καμμιά παλιοπουτάνα
αχ,αυτή να δεις αν ήθελε να κάνει το εφφέ της...

το αποφάσισε λοιπόν,φωνάζει τους μουσάτους,
ανοίγει και το μπούστο της να πάθουν λίγο πλάκα,

αυτοί,κανείς δε γούσταρε,κάνουνε το μαλάκα
βλέπεις τους ψιλοθύμιζε λιγάκι τη μαμά τους

μια μέρα φτάνει ξαφνικά ,επιταγή απ'τα ξένα
χρυσά χιλιάδες,μετοχές,ομόλογα και ρέπος

όπως προείπαμε αδερφοί,απέδιδε το έπος,
οι μάγκες της την πέφτουνε με μάτια λιγωμένα

άνδρα μοι έννεπεν ,λοιπόν, πολύτροπον,ω μούσα
που καραβοτσακίστηκε για της κυράς τα λούσα

και γύρισε και μύρισε τα χνώτα των ανθρώπων
έχοντας,ως παλιός αριστερός,την έγνοια των συντρόφων

αυτοί στο δρόμο χάθηκαν απ'την πολλή τη μάσα
βόδια τα βόδια έφαγαν, τους κόπηκε η ανάσα

ω ,πες τα μου αναλυτικά θεά του Δία κόρη
γι'αυτόν που δεν επρόλαβε για Θιάκι το βαπόρι

κι αφού τον περιμάζεψε η Καλυψώ η λυσσάρα
τα βράδια το "σ'ακολουθώ" του 'παιζε στην κιθάρα

αγαπημένος ήτανε της Αθηνάς Παλλάδας
τον Δία αυτή ικέτεψε για χάρη της Ελλάδας

-στον Ποσειδώνα πες εσύ ,φανταστικέ πατέρα,
ν'αφήσει τον κακόμοιρο να δει μιαν άσπρη μέρα

-η πράξη αυτή του Αίγισθου μου φέρνει αηδία
-αυτό είναι,του Κρόνου γιέ,από άλλη τραγωδία

βλέπεις το Αλτσχάιμερ δεν κάνει διακρίσεις
του άρχοντα των νεφελών εθόλωνε τις κρίσεις

η Αθηνά η μόρτισσα με τη ματιά τη γλαύκα,
λέει: πάει τον χάνουμε,δεν πήρε και το ΛΑΦΚΑ..

αποφασίζει μόνη της ,ακόντιο αγοράζει
κάνει μια μίνι πλαστική του Μέντορα να μοιάζει

δίνει μια ουράνια δρασκελιά και φτάνει επιτόπου
βλέπει πως ξεκοκάλιζαν όλο το βιός του ανθρώπου

παίρνει τον γιο Τηλέμαχο και τον ξεμοναχιάζει
-τι κάνεις ρε μαμούχαλε,καθόλου δε σε νοιάζει;

-άστα ρε φίλε ,μπέρδεμα,με έχει ευνουχίσει
το κόμπλεξ του πατέρα που θα 'ρθεί να καθαρίσει

έχω συμπτώματα ,είπανε,όψιμης εφηβείας
αλλά και είμαι γενικά πολύ κατά της βίας

-φίλε άκου αυτή τη συμβουλή,τα πράγματα είναι σκούρα
το καθισιό σε έφαγε και η πολλή μαστούρα

πάρε το τζιπ και πήγαινε στην Πύλο και στη Σπάρτη
Νέστορας και Μενέλαος το ξέρουνε αν θα'ρθει

εκειός ο κοντοπούτανος ,αλί του,ο γονιός σου
να καθαρίσει μια σταλιά και σένα το μυαλό σου

του φέρνει για παράδειγμα να έχει τον Ορέστη
-κάτι ο ξεκούτης ήξερε-και θέριεψε το χέστη

-ακούτε εδώ,ξεδιάντροποι της μάνας μου μνηστήρες
να κλείσουνε παρακαλώ όλοι οι ανεμιστήρες

πολυέλαιοι,αιρκοντίσιον,καταψύκτες και κουζίνα
γιατί με έσκισε η ΔΕΗ τον περασμένο μήνα

να πάτε αλλού ν'αράξετε να πίνετε στο τσάμπα
και άλλης οικοδέσποινας να ορέγεστε τη γάμπα

-αχ,άκου τον αντρούτσο μου ,η Πηνελόπη κραίνει
άκου πως η φωνούλα του άρχισε να χοντραίνει

άκου τον το ντελικανή ωραία που τους τα χώνει
μάστερ πολιτικών επιστημών λες κι έχει απ'τη Βοστώνη

αφού τον θαύμασε λοιπόν του Ικάριου η κόρη
ονειρεύτηκε πρωθυπουργό το άξιο τ'αγόρι

σε όλους κάνει δήλωση πως ως γυναίκα κλείνει
να πάψουν να'ρχονται τρεις τρεις στη νυφική της κλίνη

με όλη τη σεμνότητα θα ζει μίας παρθένας
και,όπως λέει κι ο άντρας της,θα την πηδά ο "Κανένας"

οι Ευρύμαχος και Αντίνοος που άκουγαν για ώρα
σκέφτονται: πάει το πλακωτό, φεύγα μας παίζει τώρα..

η δούλα η Ευρύκλεια ,η άξια παραμάνα
χτυπάει σιωπητήριο στου κήπου την καμπάνα

-αντέστε όλοι σπίτια σας να κοιμηθούμε λίγο,
από τις πέντε το πρωί τα μάτια μου που ανοίγω

επέθανα στα πόδια μου λες κι είμαι Αλβανίδα
φέρε φαί, φέρε κρασί ,τσιγάρα,εφημερίδα

βαρέθηκα τα πάθη σας και τις παραξενιές σας
γαμώ τις αξιοσέβαστες αρχοντικές γενιές σας

πάμε Τηλεμαχούκο μου την πλάτη να μου τρίψεις
έχεις ταξίδι αύριο ,να προσέχεις,θα μου λείψεις.


τέλος α΄ ραψωδίας

Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-06-2005