Οδύσσεια 2

Δημιουργός: Μπάμπης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η αυγή που γλυκοχάραξε τον βρήκε στο ποδάρι
λες και θα πήγαινε ξανά ,εκδρομή με το σχολείο

Πλύθηκε,δεν ξυρίστηκε ,τα άφησε για γούρι,
τους μεζ βοστρύχους έφτιαξε μια αλογοουρίτσα
και πήγε κι έκανε αυτό που ήξερε να κάνει

-Μαμά,λεφτά..
-Πάλι; Εχτές δεν σου'δωσα ενάμισι καπίκι;

-ʼκουσε,από σήμερα τέρμα το χαρτζιλίκι,
φίλος καλός μ'ορμήνεψε πως να φερθώ σαν άντρας,
πως να τιμήσω του γονιού την παρακαταθήκη

θα πάω να μάθω από πηγές τα νέα του Δυσσέα
όμως κοστίζουνε πολύ του ταξιδιού τα σέα,
καθείς στα πρώτα βήματα θέλει και τη μαγιά του

-Δεν έχω..

-Και όλα τούτα τα χρυσά στου πύργου τα κατώγια;

-Φο ,μουσαντένια ,ψεύτικα όλα αυτά που είδες,
τ'αληθινά γι'ασφάλεια τα έχω σε θυρίδες

-Τι ξύπνια μάνα έκανα,σύρε ωρή και βγάλε

-Αυτιά δε βλέπεις γιόκα μου,δε βλέπεις Παπαδάκη;
τα κατεβάσαν τα ρολά οι θησαυροφυλάκοι,
δυο εβδομάδες κλείνουνε που έχουν απεργία
από το Καστελόριζο μέχρι την Ωγυγία

Εκίνησε αυτός ευθύς στους προύχοντες να πάει
τους Αχαιούς, που χρώσταγαν στην οικογένεια του

Μισοί τον καλοδέχτηκαν, μισοί λοξοκοιτάζουν,
γεροί σοφοί ομοτράπεζοι αντιπαθών μνηστήρων,
όλοι τους με πανάκριβα και σοβαρά κουστούμια

πρώτος μιλάει ο Αιγύπτιος του ʼντιφου ο πατέρας
που όπως θα δούμε προσεχώς τον χάλασε ο Κύκλωψ

-ας μην κακοκαρδίσουμε, λέω, το παλικάρι
ένα εορτοδάνειο ,στην τελική, ας πάρει

-Δάνειο;Από εσάς που ο πατέρας μου σας έκανε ανθρώπους;

o Αντίνοος ο μάνατζερ σηκώθηκε και είπε

-Πάψε άμυαλε λογά ,τι θες να τα σκαλίσεις;
λεπτομέρειες αν θα σου πω,μπορεί και να λαλήσεις,
ορίστε,δάνεια,πιστωτικές,χρεόγραφα,υποθήκες,
στα χρέη μέσα είσαστε ως το λαιμό πνιγμένοι,
μια υπογραφή, και θα'μαστε όλοι ευχαριστημένοι,
της σεβαστής μανούλας σου,
που την ξηλώνει αποβραδίς,τη μέρα την υφαίνει

-Ώστε λοιπόν εκβιασμός.Πλεκτάνη μα την Ήρα.
Οι περγαμηνές είναι πλαστές και θα το αποδείξω

Ο Ευρύμαχος ο μισητός ,του έτριξε τα δόντια

-Μαλακισμένο βούλωστο,κι άντε να παίξεις μπάλα
αλλιώς θα πάτε φυλακή,εσύ, κι η μάνα σου η κουφάλα

Σφίγγει την άμαθη γροθιά,τον άρχισαν στις φάπες
δυό φουσκωτοί που έμοιαζαν με τρίφυλλες ντουλάπες

ένοιωσε τότε τι θα πει να πολεμάς τον Τρώα
σώμα-που λέει και μιά ψυχή- ξένο μες στα μητρώα

μυρμήγκι ευκολοπάτητο,σκουλήκι τιποτένιο
να στέκεται ολόγυμνος σ'αλώνι μαρμαρένιο

Σκέψη,βαριά κληρονομιά,και Θάρρος οι αρωγοί του,
του τάξανε ε κ δ ί κ η σ η και λάγιασε η οργή του

στο σπίτι όταν γύρισε ,έκλεισε τα αυτιά του

-μεριάστε και εφάνηκε ο μοβόρος στον οντά
ο παις ο λεοντόκαρδος που θα μας κάνει ντα!

-ο Τηλέμαχος το ζω,
το ζω, το ζω, το ζω,
το ζω, το ζω, το ζω,
το ζώσθη το σπαθί!

Η βάγια του τον σίμωσε
-μην πας,θα σε σκοτώσουν
-καλήν αντάμωση γριά ,αν και χλωμό το βλέπω
να φύγω απ'το πατρικό,για δεν υπάρχει σάλιο

όταν τον βρήκε η θεά με τη μορφή του Μέντη
την ανημπόρια του έπνιγε σε Τυρναβίσιο αψέντι

στο καφενείο του λιμανιού με τους καταραμένους
τα πλοία ,στου κομπολογιού
τις χάντρες, να μετράνε

-ας κάνουμε επίκληση και θα βρεθεί μιά λύση
πάρε την κάρτα τούτη δω ,τα έχω κανονίσει

αφού εκάνανε σπονδή ,ευχαριστημένος μάλλον
μίλησε ο ίδιος ο Θεός μέσω υγρών κρυστάλλων

-ΔΙΑΣ (απίστευτο!!!) διατραπεζικός.Καλή σας μέρα.Γλώσσα?
-Ελληνικά
-Ανάληψη?
-Πόσα έχει μέσα? Τόσα!

Αφού τα παντελόνιασε ,του εγέλασε τ'αχείλι
καβάλησε το Μάβερικ και πήγε το για σέρβις

Εφτά και είκοσι ακριβώς που'κλεισε η μπουκαπόρτα
ξεκίνησε το φέρρι-μποτ για τις ακτές της Πύλου

κι ολονυχτίς και την αυγή αφροπατούσε εκείνο


τέλος β΄ ραψωδίας

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-06-2005