Ασυνδετη Τριλογια

Δημιουργός: ΜΝΗΜΩΝ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

01.13΄07΄΄ 24/5/2010

Βυζαίνοντας σπαράγματα μιας νιότης περασμένης
μες το ποτήρι το θολό σκυφτός και μοναχός σου
αναπολείς χαράματα μιας ζήσης ρημαγμένης
το τέρμα της τ’ απατηλό που ‘τανε φως εντός σου

κι όταν το φως μαράθηκε ξεμείναν οι σκιές του
μες το ποτήρι σου πικρές ανταύγειες δίχως μνήμες
σαν θάνατος που βάλθηκε να φέρνει τις στροφές του
στις ώρες τούτες τις μικρές μ’ αρχαίες επιστήμες

που κάθε μια απόλυτα το είναι σου σπαράζει
κι έχουν ονόματα παλιά: μετάνοια και τύψη
κι είναι αυτά αφόρητα κάθε που σε χαράζει
της μνήμης σου σταλιά σταλιά σαν ξυραφιά η θλίψη


19.36΄24΄΄ 3/6/2010

Τι κι αν Θεοί κατοίκησαν κάποτε στο κορμί σου
τι κι αν με φως το στόλισαν και σε ποτίσαν Ήλιο
κι αυτοί που σε αδίκησαν κι αν νοιώσαν την ορμή σου
όλοι τους αυτομόλησαν σ’ άλλων Θεών ειδύλλιο

τώρα σκυμμένη στην γωνιά των κόσμων περιμένεις
ταπεινωμένη μοναχή δίχως παιδιά δικά σου
της ύπαρξής σου τον φονιά κι έτσι πικρά μαθαίνεις
πάλι ξανά απ’ την αρχή τα νέ(α) αφεντικά σου

αυτούς που πάντα θέλανε μονάχα το κορμί σου
και πάσχιζαν να σβήσουνε τ’ άγια ιδανικά σου
και δόλια καταφέρανε να χάσεις την ψυχή σου
και τώρα πια θ’ αφήσουνε μόνον τα δανεικά σου

σαν της Λερναίας το θεριό κεφάλια ν’ αυγατίζει
δίχως κανέναν Ηρακλή πλέον να περιμένεις
στο πρόστυχο φασισταριό που πια πανηγυρίζει
θα ‘σαι στα πόδια του χαλί και θα το υπομένεις

εκτός κι αν βρεις στα άδυτα μέσα στο κύτταρό σου
στης αρετής την τόλμη σου κάποια χαμένη σπίθα
που γλύτωσ’ απ’ τα μάγητα λίγ’ απ’ τον εαυτό σου
και βαπτιστούν οι ώμοι σου σ’ αυτήν σαν κολυμπήθρα

κι ανασηκώσουν το κορμί απ’ την αρχή και πάλι
κι αποτινάξουν τον ζυγό ραγιάδων πουλημένων
με την του Γένους την ορμή και αρετής κεφάλι
με την αλήθεια οδηγό κι όχι αυτή των ξένων….

06.15΄35΄΄ 12/6/2010

Γερτό ξημέρωμα ξανά κι η νοτισμένη αύρα
ξυπνά τα κύματα της γης μαζί και τα’ ακρογιάλια
νέα ο Ήλιος ξεκινά τροχιά με φως και λαύρα
με ηλιαχτίδες της αυγής της μέρας μανουάλια

κι όπως σηκώνεται ψηλά με πορφυρές ανάσες
στις λαϊκές ερωτικά η αγορά κινιέται
πολυχρωμία που κυλά στους πάγκους και στις κάσες
με φρούτα και λαχανικά και πλήθος που σκουντιέται

πολύβουο και βιαστικό στα πρωινά του ψώνια
κι ένα καφέ στα πεταχτά νοικοκυρές και φίλοι
σα πρωινό εικαστικό ακίνητο αιώνια
όσο η μέρα αλυχτά με την πνοή στα χείλη

γερτό ξημέρωμα κι εμείς ερωτικά δοσμένοι
θηλάζουμε με ηδονή απ’ το βυζί του Ήλιου
την ζέση κείνη της ορμής με φως ανταριασμένοι
που σαν ζωή αδημονεί στα σπλάχνα (ε)νός ειδύλλιου




Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-06-2010