Εν πλω Δημιουργός: velico, Καλλιόπη Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Έχω πολλές φορές την εντύπωση πως ενώ εγώ μεγάλωσα,
οι τότες φίλοι μου έχουν παραμείνει παιδιά.
Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι πως ενώ όλοι αυτοί παίζουν ακόμα στο προαύλιο του σχολείου
Εγώ στέκομαι σε μια γωνιά σαν βράχος τεράστιος.
Τα μέλη μου βαριά ακουμπούν στο πάτωμα και άκαμπτη τους παρακολουθώ να ακμάζουν σε μια νιότη που –το ξέρω- πέρασε για όλους μας.
Εκείνα τα παιδιά δε με προσέχουν
Είμαι πια μέρος του προαυλίου κι εγώ, μια άμορφη μάζα πέτρας
Και ούτε η απουσία μου τους είναι πια αισθητή
Όπως συνήθισαν το βράχο με τα βαριά μέλη, έτσι συνήθισαν και χωρίς εμένα
Και ούτε εντύπωση μου κάνει που με ξέχασαν πια
Ξέρω πως δεν είναι έτσι, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ αλλιώς. Κατά βάθος, δε θέλω…
Ξέρω πως ο χρόνος δεν κύλησε μόνο κάτω από τα δικά μου πόδια, σαν διάδρομος γυμναστηρίου
Σε μια χρονοθάλασσα αφεθήκαμε όλοι παίζοντας τους πεθαμένους
Με χέρια και πόδια ανοιχτά παρασυρθήκαμε
Ακούγαμε μόνο τον παφλασμό της θάλασσας στους κροτάφους μας και τίποτε άλλο
Ο ήλιος έδινε εικόνες πλαστές κάτω από τα κλειστά μας βλέφαρα και έτσι ξεχαστήκαμε
Παίζοντας τους πεθαμένους…
Όταν ανοίξαμε τα μάτια μας ο καθένας είχε παρασυρθεί και αλλού
Από άλλα ρεύματα και σε άλλες στεριές. Κάποιοι δυο δυο ή και τρεις μαζί τυχαία ξεβράστηκαν στις ίδιες .
Άλλοι χτυπήθηκαν σε βράχια και άλλοι ξεβράστηκαν σε παραλίες. Άλλες με βότσαλα και φύκια και άλλες αμμουδιές εξωτικές
Άλλοι βρέθηκαν σε λιμάνια πολύβουα και άλλοι ακόμα ξεχασμένοι στο παιχνίδι, πλέουν με τα μάτια τους κλειστά. Αυτούς τους τελευταίους τους ζηλεύω λίγο…
Όσοι λοιπόν ξεβραστήκαμε σε κάποια στεριά, δε μπορεί παρά να θεωρήσαμε πως τώρα ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να παίζουμε τους πεθαμένους και , αγνοώντας πως αρχίσαμε να βαδίζουμε πραγματικά προς το θάνατο, ξεκινήσαμε ένα ατέλειωτο ταξίδι στη στεριά.
Τώρα πια βαδίζουμε όλο και πιο πολύ σε ηπειρωτικές συνειδήσεις, παίζουμε τους ζωντανούς
Προσποιούμαστε πως αναπνέουμε, πως γελάμε, πως πληγωνόμαστε μα και συγχωρούμε. Και προσποιούμαστε τόσο καλά τους ζωντανούς που το πιστέψαμε και οι ίδιοι πως έτσι είναι η ζωή.
Τρώμε, κοιμόμαστε, ξυπνάμε, ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε σκάλες, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σκοντάφτουμε και ξανασηκωνόμαστε, και πορευόμαστε έτσι χωρίς να σκεφτούμε πως όλο και πιο μακριά από τη θάλασσα φεύγουμε.
Κάποια στιγμή μέσα στο χρόνο μια μυρωδιά, μια λέξη, ένα άκουσμα σαν καμπανάκι στη συνείδηση μας φέρνει στο νου εκείνο το νησί που ξεκινήσαμε, εκείνα χρόνια πριν τον πλου…. Ένα σφίξιμο στο στομάχι, λες και συναντήσαμε τον έρωτα τον ίδιο, και γυρνάμε τα κεφάλια πίσω να αντικρίσουμε τη θάλασσα έστω.
Μα έχουμε φτάσει τόσο μακριά που δε φαίνεται πια. Συγκεντρώνουμε το βλέμμα μα τα μάτια άρχισαν κιόλας να μας προδίδουν… ισιώνουμε την πλάτη να δούμε πιο μακριά, μα έχει καμπουριάσει στην προσπάθεια τόσον χρόνων της ανηφόρας…. Νοιώθουμε ίσως μια ντροπή που ξεχαστήκαμε τόσο, και αφήνουμε πίσω την αγέλη που μαζί της τόσα χρόνια οδοιπορούσαμε και τόσο μόνοι νοιώθαμε ωστόσο.
Ξεκινάμε το ταξίδι της επιστροφής προς τη θάλασσα, να παίξουμε ξανά τους πεθαμένους, ή και να πεθάνουμε.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-06-2010 | |