όμορφος δρόμος

Δημιουργός: Γιάννης Ρασταφάρης

αφού το ξέρεις πως μου λείπεις τι κανιβαλίζεις?

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το δειλινό στεφανωμένη καταπώς λεν οι ποιητάδες
Η μεγαλούπολη ανασταίνει κάτι παράξενους φυγάδες
Που λησμονήσανε να τρέχουν χωρίς στα πόδια αλυσίδες
Που λυτρωμό δεν απαντέχουν και δε φοβούνται τις παγίδες
Τη μέρα στ’ άδειο τους θαλάμι το ρυθμικό σφυγμό του τρένου
Καθώς συνθλίβεται στο τζάμι μετρούν Μα η νύχτα προκειμένου
Να σφεντονίσει τη χαρά τους πάνω απ’ της θύμησης το βύθος
Τ’ άσπρα βουτάει όνειρά τους μες στο πολύχρωμο το πλήθος:

Μπροστά στα βιβλιοπωλεία καθυστερούν οι δικηγόροι
Κι οι μπάτσοι πάνε συνοδεία τους μετανάστες με το ζόρι
Η άνοιξη ζητάει παιχνίδια κι οι αναρχικοί το δάσκαλό τους
Σκύλοι σκαλίζουν τα σκουπίδια για το χαμένο κόκαλό τους
Απ’ τις σκεπές στο παραπέτο ένα βουβό πηδά σπουργίτι
Βγάζουν δυο μπάχαλα στιλέτο να χαρακώσουν χρυσαυγίτη
Οι πολυθόρυβες παρέες των μαθητών χασκογελάνε
Αργά βαδίζουν οι ωραίες μαύροι ξυλόγλυπτα πουλάνε
πακιστανοί γλυκά μαντζούνια ινδοί μαντίλια και στικάκια
έλληνες σκόνες και σαπούνια στυλό και σπίρτα τ’ αλητάκια
Μα πριν γυρέψεις αναπτήρα κάνε ψιλά για να τους δώσεις
Εράσμους φοιτητές για μπύρα σου λένε έλα να ξεδώσεις
Κι απ’ το διαβάτη που χαζεύει ξαφρίζουνε το πορτοφόλι
Το βενζινάδικο ληστεύει ένας μικρός με το πιστόλι
Ωχροί με πρόσωπα βαμμένα κατηφορίζουν οι γκοθάδες
Τα πάνκια τσαμπουκαλεμένα γιουχάρουν τους ροκαμπιλάδες
Ανακλαδίζοντ’ οι γειτόνοι καθώς δροσίζουν τ’ αχαμνά τους
Καρέκλες βγάζουν στο μπαλκόνι να τελαλίσουν τα δεινά τους
Τα ματ εν πλήρει εξαρτύσει επιβουλεύονται την τάξη
Γοργά κοιτά να κουκουβίσει μια γάτα κάτω από τ’ αμάξι
Οι μαγαζάτορες φοβούνται και κατεβάζουν τα ρολά τους
Και τα ζευγάρια π’ αγαπιούνται στην τσέπη κρύβουν τα φιλιά τους
Βαριεστημένοι ασφαλίτες τους άστεγους κατασκοπεύουν
Ψευτοζητιάνοι αγιογδύτες τα δεκανίκια τους μαζεύουν
Κι οι μουσικοί τ’ ακορντεόν τους Το τάβλι κλείνουνε οι γέροι
Τα καροτσάκια των μωρών τους σπρώχνουν οι μάνες με το χέρι
Στο μισοσκόταδο τα ψώνια κάνουν τη Γκέμμα πως διαβάζουν
Και πολυάσχολα γκαρσόνια κάτω από δίσκους καμπουριάζουν
Η θείτσα που παραμιλάει παλιές αγάπες συλλογιέται
Ένας μπεκρής παραπατάει και τη μποτίλια καταριέται
Στην άκρη σκούζουν τα πρεζάκια πατούν οι οδηγοί τις κόρνες
Στου πάρκου γέρνουν τα παγκάκια ομοφυλόφιλοι και πόρνες

Χωρίς πατρίδα δίχως στόχο οι αιχμάλωτοι της σαστιμάρας
Στης ζήσης πλέκουνε το βρόχο μονάχα πόθους της πεντάρας
Ξέρουν στο γύρισμα του δρόμου η κεντρομόλος θα τους λιώσει
Πριν το καπρίτσιο τ’ αστυνόμου από το πέτο τους γραπώσει
Στεφανωμένος το φεγγάρι καθώς το λεν οι ποιητάδες
Ο γερο-κόσμος παλαντζάρει σε δυο στριμώχνεται αράδες
Πίνει μα πώς να μαστουρώσει που τι θα πει δεν ξέρει κλάμα
Πεθαίνει για να ξανανιώσει παράλογος σαν κάθε θάμα

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-06-2010