Οδύσσεια 5 (οδυσσέως σχεδία)

Δημιουργός: Μπάμπης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Οδυσσέως σχεδία.




στο καφενείο των Θεών ,στην κεντρική τη σάλα,
η Αθηνά παρήγγειλε φραπέ με λίγο γάλα,

πλάι στου Δία κάθισε τις πατρικές αγκάλες,
αυτός μετρούσε αν σωστές ήτανε οι φουσκάλες

-Παιδί,σαράντα είπαμε,μα λείπουν ορισμένες,
τέσσερεις μέρες κράτηση κι οι άδειες κομμένες..

..να θες να πιείς έναν καφέ και να μην τον γουστάρεις,
όλα τα παλιοβύσματα μου στέλνει εδώ ο ʼρης

-μπαμπά..
-..ποντικαράδες,άσχετοι,κωλόψαρα,αρούρια..

-..μπαμπά..
-..και βάζουν και λιγότερο σουσάμι στα κουλούρια..

-ΜΠΑΜΠΑ!!
-...???

-τι θα γίνει τελικά μ'αυτόν τον Οδυσσέα
που η Καλυψώ αιχμάλωτο κρατά στην Ωγυγία?

-α ναι ,μα τον εχθρεύεται πολύ ο Ποσειδώνας
γι'αυτό και δεν μπορεί να βγει απ'τα δίχτυα της κοκώνας

-και αποφασίζει ο Θεός της Θάλασσας για όλα?
-ε ,όχι δα

-αυτός είναι τ'αφεντικό? αυτός κάνει κουμάντο?
πάντως αυτό όλοι θα πούν,συγγνώμη αν σε ταράζω..

-να τον αφήσει πάραυτα,ΕΓΩ το διατάζω!

-μπαμπούλη μου σ'ευχαριστώ,έλα να σε φιλήσω
στείλε να πάει ο Ερμής στης μορφονιάς τη νήσο



Ο Ερμής άλλο δεν ήθελε ,βάζει χρυσά σανδάλια
έφτασε μέχρι το σταυρό του νότου με τα στράλια

παρκάρει,παίρνει ένα ταξί που πήγαινε Σφαγεία
και από κει με το μετρό,τσουπ, φτάνει στην Ωγυγία


Η Καλυψώ σιδέρωνε,ο Οδυσσέας λείπει
-Πολύ συχνά μονάχη μου Ερμή μ'εγκαταλείπει

κι ας έχουμε τόσες δουλειές ,αυτός όλο την κάνει,
και πάει με τους φίλους του για ούζο στο λιμάνι,

τα πίνουν και τον βάζουνε να λέει ιστορίες
πως πάλευε στα κύματα με δέκα καρχαρίες

κι όταν ο ανεπρόκοπος ντίρλα θα 'ρθει στο σπίτι
από τη μπόχα να κρατάς σου έρχεται τη μύτη

κι αρχίζει πάλι να μου λέει για ξάρτια και γοργόνες,
σιχάθηκα για Κύκλωπες ν'ακούω και Λαιστρυγόνες

βαρέθηκα ,μ'ακούς,βά ρέ θή κά!

-γιατί δεν τον αφήνεις?

-και ποιός τονε κρατάει? ας φύγει αν του κοτάει,

να δω ποιά θα τον πλένει και θα τον σιδερώνει,
ποιά ,και με πονοκέφαλο,έτσι θα τον μυρώνει


ο Ερμής ,ακριβοδίκαιος,πήγε να τον ακούσει,
αυτός καθόταν στην ακτή και διάβαζε το Πούσι

-Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες..

-..έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια περ' απ' τις Εβρίδες

-Ποιός είσαι σύ?
-μάλλον δεν ήταν τελικά τόσο μακρύς ο δρόμος..

-αστεία λες,και βέβαια,μόνο τρία χρονάκια
ήρθαμε οι θαλασσόλυκοι και γίναμε αρνάκια

κλείσαμε με την Καλυψώ χρόνια εφτά φαγούρα
σπίτι δουλειά τηλεόραση και κρεβατομουρμούρα

της τα'πρηξα ,μου τα'πρηξε,τώρα δεν πάει άλλο..


Κοινή χωρίσανε λοιπόν που λένε συναινέσει,
μελό αποχαιρετισμοί εδώ δεν έχουν θέση

παιδιά σκυλιά δεν είχανε,πιο εύκολο το πράγμα,
σαν ταξιδάκι αναψυχής χωρίς κρυμμένο τραύμα

μα ήταν άγονη γραμμή τότε η Ωγυγία
και έτσι αναγκάστηκε να φτιάξει μια σχεδία,

σκαρί γερό από έλατα καλά πελεκημένα,
άβρεχη είχε πατωσιά και για σι-μπι αντέννα

όσο για τα εφόδια,μόνο κρασί και ρέγγα,
να παίχτης για Survivor σκεφτήκανε στο Μέγκα



Τ'άστρα τον οδηγούσανε τη νύχτα ,και τη μέρα
ακολουθάει ό,τι του πει η Λίτσα η Πατέρα

είχε τ'αυτιά του για ραντάρ,τα μάτια γι'αστρολάβο
και γρήγορα θ'αντίκρυζε τον ποθητό τον κάβο,

αν δε γυρνούσε ο Ποσειδών απ'την Αιθιοπία
που είχε πάει για λουτρά και λασποθεραπεία

βλέπεις αυτοί οι ρευματισμοί τον είχανε τσακίσει,
η υγρασία κι ο νοτιάς τον είχαν αρρωστήσει


Σαν είδε τον πολύτροπο στο ρελαντί να πλέει,
μπραφ,δίνει μια και σκιάζονται οι γόπες κι οι γαλέοι,

σκιάζεται και ο Οδυσσεύς απ'τις αναταράξεις,
αυτός που στο σχολειό δυό δυό τις πήδαγε τις τάξεις

τώρα τα ψιλοέχασε δεν ξέρει τι να κάνει,
αν πέσει μέσα θα πνιγεί,αν κάτσει θα πεθάνει

Μπροστά του εμφανίζεται η Ινώ η Λευκοθέα,
που'χε μπαλκόνια τροφαντά με πέτρινα στηθαία,

τον τύλιξε κατάσαρκα με αβύθιστο μαγνάδι
-άντε βρε ,τι το σκέφτεσαι,η θάλασσα είναι λάδι..


Αποφασίζει τη βουτιά ,καλός στην πεταλούδα,
προσεύχεται στο Γιαραμπί ,τον Κρόνο και το Βούδα,

μετά απ'τα πατερημά ,σε ύπτιο το γυρίζει
ώσπου σχεδόν αναίσθητος φτάνει και τερματίζει

στην παραλία που ως γνωστόν ήτανε των Φαιάκων
και ύπνος τον αγκάλιασε αυτός των βρυκολάκων

και δες μεσημεριάτικα,να τος που ροχαλίζει.



τέλος ε΄ ραψωδίας

Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-07-2005