ενα ακομη ταξιδι

Δημιουργός: Ηypocrisy, γιουλη τσαμαλ

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

μολις ειχε βγει απο το μπανιο κι ειπε της Ζωης πως αν θελει μπορει να φρεσκαριστει, ειχε περισσεψει αφθονο νερο.
καποια πραγματα ανεξηγητο πως, πεφτουν στο ματι, μα το βλεπεις λιγωνονται στον καθαρο αερα,
σαν μυγες που οταν τα τσακωνεις, ισως και να χεζονται πανω τους. με το δικιο τους.
την ωρα που της μιλαγε, η φιλη τους αφηνε μια εκφραση δυσφοριας, με το δικιο της κι αυτη. ηταν η νοικοκυρα του σπιτιου. αν μη τι αλλο, ηταν ειλικρινης
γραφουν ομορφα τα ματια της, στο χαρτι και στα ματια των αλλων, ποιηματα, ωρες που την κοιτουνε.
γλυκια, ευδιαθετη και τρυφερη, η ψυχη της παρεας, πως να μην την αγαπουνε.
την αγαπουνε.
ολοι θελουν να αγαπηθουν.
ειναι ομορφες οι μερες μαζι της, λιγοστες και ομορφες. ολοι τις θελουν ομορφες.
σαν τις νυχτες, με τα μακρινα φωτα, που φανταζουν σαν αστερια, που κοιταει ενα παιδι, καθως τρεμουν γυαλισμενα, μα οχι απο το δακρυ.
αυτο δεν το προκαλει απο μονη της. δεν θελει να πονα. ποιος θελει να πονα; σαν παιδι ο πονος, που πρεπει να του μαθεις απο μωρο, να κοιμαται νωρις. μολις παει εννια, μολις παει δεκα, γι' αυτο πρεπει ολα του να σβηνουν.
το παιχνιδι ειναι προγραμματισμενο. στην ωρα του και οσο ακομα ειναι μερα. ετσι μαθαινει ν' αναπνεει, αθορυβα. κι ο φοβος...
ποιημα...
του το'δωσε στα χερια και μεμιας κρυφτηκε. απο το φεγγισμα των αστεριων. σαν να τα 'πε ειστε χιμαιρες και θελετε να με φατε... κι αυτα σωπασαν, ντραπηκαν, απαρηγορητα που δεν βρηκαν την ευκαιρια να νιωσουν περηφανα, απαρηγορητα για την δυναμη της που εξαργυρωσε, πεταξαν απο τα ματια της σαν πυροτεχνηματα.. δεν την ξαναδαν.
ειχαν γινει πετρες, ασυγκινητες και εκκωφαντικες στην εκκενωμενη σιωπη. χαλαρες πεφταν στα τσιμεντα της απο το βαρος.
μαζευοντας μετα τα κομματια τους, μαζευονταν κι οι θυμησες . κομματι το κομματι πηρε η καθεμια τη θεση της και φτιαξαν παλι την εικονα. μονο που πια δεν ηταν γλυκια, τα γελαστα της ματια τα καιγε ενα πικρο υγρο.
τιποτα δεν ειναι τυχαιο, τιποτα δεν μας βρισκει τυχαια ψιθυρισαν.
την αφησαν στο ποταμι. μολις ενα ακομη ταξιδι ειχε αρχινησει. της ευχηθηκαν καλη τυχη και την ευχαριστησαν. τα αισθηματα κατω απο τα αποκοιμισμενα βλεφαρα σαλευαν, απο το ιδιο παλι ονειρο, αλαφροτυλιγμενα το ζωηρο χορταρι. που το πλησιαζε επιμονα κι ανυπομονα η καψα του καλοκαιριου.

θα κανει κι αυτο τον κυκλο του. με τα χερια της, μα γυμνα, ας μας καψει ακομη μια
ειπαν
και κρεμαστηκαν. φωτιζοντας το απεραντο κενο, της.


Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-07-2010