Ναυτικού ψυχή

Δημιουργός: ΤΟ ΧΑΜΟΜΗΛΑΚΙ, hamomilaki

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Όποιο μέρος του κορμιού μου κι αν στύψεις
θαλασσόνερο θα βγει.
Aρμυρό.
Με όπλο το νου, που ερευνά, συγκρίνει,
αποτυπώνει και φτάνει στη γνώση
το πλεούμενο —ένα με μένα που ‘ναι—,
επιδέξια ορίζω,
κι ο Άξενος Πόντος, Εύξεινος πια,
τον ιχνηλάτη του άπιαστου,
τον δαμαστή καλοδέχεται,
ερέτη επιδέξιο, παγιδευτή ψαρά,
κι έμπορο μεταπράτη.

Σε όρμους νηνεμίας απάνεμους,
καιροφύλακας των ανέμων των ούριων
—προσμονή, υπομονή κι απαντοχής σκληράδα—
μέχρι να πνεύσει ο Ζέφυρος,
μέχρις η Λευκοθέα ν’ απλώσει τα λυτά μαλλιά,
μιαν αγκαλιά αφροστόλιστη
τριγύρω στο σκαρί μου,
για να ναι καλοτάξιδο.

Αυλακωμένα τα χέρια μου, δες.
Των χεριών οι παλάμες χαραγμένες βαθιά,
τραχιά των σκοινιών μονοπάτια,
της αγριάδας των κυμάτων καθρέφτες.

Όσο αγριεύει η θάλασσα,
τόσο η ψυχή βαθαίνει.

Το δικό μου το αύριο ξέρω τι κρύβει.
Ναυάγιο, φουρτούνα,
μπουρίνι άξαφνο ολοσκότεινο,
για ταξίδι απρόσκοπτο,
όλα τα λογαριάζω προτού ν’ ανοίξω το πανί
και ξανοιχτώ στο πέλαγο.
Όντας χτυπάνε το σκαρί τα τρομερά δρολάπια
και ο πλατύς ορίζοντας απ’ τη ματιά μου φεύγει
και σμίγουν Γαία και Ουρανός τέρατα να γεννήσουν,
τότες στυλώνονται γερά τα δυο μου τα ποδάρια,
χώνονται, λες, μέσα στη σάρκα του σκαριού,
βιδώνομαι και στο κατάρτι δένομαι
το κύμα μη με πάρει.
Κύμα το κύμα,
μια πάνω μετέωρος,
μια κάτω χαμένος στα άπατα βάθη,
παλεύω και μάχομαι
με στέρνο φουσκωμένο
από μιαν άγρια χαρά, που όμοιά της καμιά
οι στεριανοί δε γεύονται.

Την τραχιά μου την όψη
σμιλέψαν, χαράξαν οι άνεμοι,
του ήλιου η κάψα, οι καιροί οι αντίξοοι,
κι η διψασμένη αρμύρα της θάλασσας.
Μα πιότερο απ’ όλα, δώρο μου κάναν τη ματιά,
το καραβίσιο βλέμμα
—αγριάδα και γλύκα μαζί—,
πόχει το χρώμα του χαλκού σαν αγριεύει το πέλαγο
το γαλανό και ξάστερο, όταν αυτό μερεύει.

Θαλασσογράφος πίνακας
σε όλα του Πόντου τα χρώματα

Πλατιά η ψυχή σαν τη θάλασσα.
Η καρδιά, του κρυσταλλένιου νερού
καθάριο αντιφέγγισμα.
Τα λόγια μου λίγα, κοφτά και σταράτα,
καταφυγιώτες στις ρωγμές των κυμάτων,
αισθήσεων ο λόγος.
Μάινααα καρδιά, όρτσααα ψυχή.
Στις ρωγμές των κυμάτων τρυπώνουν οι λέξεις,
του πελάγου αντιβούισμα, χαραγμένος αχός
ζωντανεύουν το πέλαγος
και με τα πλάσματά του
αρχινώ τις κουβέντες.

Τα πελάγια ρεύματα οι δικοί μου οι δρόμοι.
Η ψυχή μου ακρόπρωρη
—άροτρο, λιβαδιών χαλκογάλανων—,
ορμητικά διαβαίνοντας
στα μάτια μου μπρος τους χαράζει
καθαρούς, διαυγείς για σταθερή πορεία.
Στις άφεγγες νυχτιές τις ατέλειωτες
τ’ αστροκεντήδια του θόλου του ουράνιου,
των εποχών ανάλογα,
οδηγοί μου για να βρω τη σωστή την πορεία.

Στης μέρας το φως
των δελφινιών συντροφικά ξεπετάγματα
αγαπημένοι φίλοι και πλοηγοί αλάνθαστοι.

Δεν την αντέχω την στεριά.
Αντραλίζομαι.
Στου σκαριού μου τη ράχη τα βήματά μου σταθερά,
το χώμα σαν πατώ παραπαίουν.
Της Γης και του Αιθέρα ο γιος,
ο Πόντος ο απέραντος,
το σπιτικό και το βιός μου.
Κι άμποτες, σαν έρθει η ώρα η καλή,
χώμα μη με σκεπάσει.
Η θάλασσα να με δεχτεί
κι ένα μ’ αυτή να γένω
Άμποτες.
[U][/U][U][/U][B][U][/U][/B][B][/B]

Δέλτα Βήτα
hamomilaki.gr

Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-09-2010