Απολογία

Δημιουργός: morrissey

http://www.youtube.com/watch?v=KaWnEOJHyNE (Τώρα ξέρεις, γιατί δεν απαντώ. Ξέρεις το τίμημα που πληρώνω).

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Με αποστροφή οι άνθρωποι στο δρόμο με κοιτούν
Κι είναι φορές που αισθάνομαι μονάχος, μες τους ξένους.
Καθώς το βλέμμα μακριά όσοι αγαπώ γυρνούν
Και στο κορμί μου ξεφυσούν τυφώνες μανιασμένους.

Με λόγια ατιμωτικά μου απαντούν εκείνοι,
Που δεν αισθάνθηκαν ποτέ όσα εγώ εντός μου.
Σαν να βαραίνει την ψυχή που κουβαλάω, ευθύνη,
Για όλη τη θλίψη που κυλά στις παρυφές του κόσμου.

Κι είναι ένα βάσανο σκληρό και άδικο συνάμα,
Να ξεγλιστράνε βιαστικά στιγμές απ’ τη ζωή μου.
Ενώ προσμένω διαρκώς να γίνει ένα θάμα,
Σαν όραμα ετοιμόρροπου διαβάτη της ερήμου.

Όμως αυτό δε θα φάνει και τώρα το γνωρίζω,
Πως θα χαθώ μία αυγή με μάτια δακρυσμένα.
Απομεινάρι σάρκινο που πια δε θα ορίζω,
Και αναίτια εγκλωβίστηκε σε χρόνια κολασμένα.

Μα πριν η μέρα αυτή φανεί, η παιδική ψυχή μου,
Καταδικάστηκε φρικτά σε αμέτρητους θανάτους.
Όμως απόψε θα ακουστεί η υπεράσπισή μου,
Και αν μου πρέπει ας στηθώ, μετά, στο απόσπασμά τους.

Ήμουν παιδί, αμόλυντο, στην αθωότητά μου,
Όταν μια νύχτα φάνηκε Εκείνη στο μυαλό μου.
Και όπως ξελόγιασε αισχρά την άκακη καρδιά μου,
Αισθάνθηκα το παγερό αγκάλιασμα του τρόμου.

Από εκείνη τη στιγμή έκλεψε τη μορφή μου,
Μια δύναμη αλλόκοτη και άγνωστη προς εμένα.
Που αναίσχυντα υποκρίνεται κάτι απ’ την ύπαρξή μου,
Τρεμάμενη αντανάκλαση σε ύδατα μολυσμένα.

Τις νύχτες με κρατάει σφιχτά κι όλο μου ψιθυρίζει,
Πως μόνο Εκείνη μ’ αγαπά –στο παραλήρημά της-.
Γι’ αυτό να μένουν μακρινοί αδιάκοπα φροντίζει,
Όσοι μπορεί να με έκλεβαν για πάντα μακριά της.

Μου υπενθυμίζει συνεχώς πως τώρα στο κορμί μου,
Σημάδια φέρω άσβεστα που τους θνητούς τρομάζουν.
Και για δική μου ασφάλεια, η μόνη επιλογή μου,
Είναι να μιμηθώ σκιές που στη σιωπή κουρνιάζουν.

Όμως εμένα καίγεται το «Είναι» μου, βαθιά
Και να συντρίψω προσπαθώ τα άυλα δεσμά μου.
Μα Εκείνη με έχει αιχμάλωτο και τιμωρεί αυστηρά,
Κάθε όνειρο ελεύθερο, που ζει μες την ματιά μου.

Κι έτσι μια μέρα φρόντισε φρικτά να εκδικηθεί
Την κόρη που μ’ αγάπησε όπως ποτέ καμία.
Και στο κορμί της έμπηξε λεπίδα αιχμηρή,
Στη κόλαση βυθίζοντας μία ψυχή Αγία.

Στο πλάι της σαν πρόστρεξα ήταν ήδη αργά,
Ίχνος ζωής δε σάλευε στο πράσινό της βλέμμα,
Κι αντίο της ψιθύρισα, με δάκρυα καυτά,
Που έσταζαν και ξέπλεναν το ξεραμένο αίμα.

Έκτοτε όπου κι αν σταθώ με αποκαλούν φονιά,
Όσοι ποτέ τους δεν μπορούν βαθιά να καταλάβουν,
Πως δεν επέλεξα εγώ αυτή τη καταχνιά,
Που όποιοι με αγάπησαν, πικρά, θα μεταλάβουν.

Γι’ αυτό σαπίζω μοναχός και με φρικτές πληγές,
Για ένα έγκλημα αποτρόπαιο, που όμως δεν έχω ευθύνη.
Και όταν πλαγιάζω σιωπηλός κάτι άναστρες νυχτιές,
Με κρύο ιδρώτα αισθάνομαι πως μ’ αγκαλιάζει Εκείνη.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-09-2010