Παρουσιαση Μαρίας Νικολάου - Οστρια (από την Δημιουργός: sofia strezou, ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ - SOFIA STREZOU ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Μαρίας Νικολάου - ΟΣΤΡΙΑ (από την Σοφία Στρέζου) Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info
Το να παρουσιάσω την Μαρία Νικολάου, με αφορμή τη νέα ποιητική της συλλογή "ΟΣΤΡΙΑ", ομολογώ πως δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο για μένα. Και τούτο γιατί η Μαρία εκτός από εξαιρετική ποιήτρια, είναι προ πάντων μια αγαπημένη και πιστή φίλη.
Πως να διαχωρίσω τις ιδιότητες, να περάσω δηλαδή την θάλασσα, που ενώνει την προσωπική σχέση μας και ν' ανέβω το βουνό της γραφής της. Να το ξεδιπλώσω, μέσα από τις κατολισθήσεις που φέρνουνε πτήσεις, καθώς χάνονται στη φωτιά παγιδευμένου ονείρου. Να αναδειχθεί εκείνο, που ζει στα προάστια των στεναγμών, με σιωπές πέτρινες, που σφυροκοπούν αλύπητα κύματα μοναξιάς, όταν σπάνε σε ακατοίκητα μικρά νησιά.
Πως να αναλύσω, τα παραμιλητά από τις προσευχές, που καταθέτει με σιωπηλά πετάγματα, στις σκοτεινές αναβάσεις.
Γατί τι άλλο είναι η ποίηση της Μαρίας Νικολάου, παρά μια ανάβαση στις κατακόμβες της ψυχής, της μνήμης, στις αντιστάσεις του νου της.
Είναι οι διασκελισμοί άμαχων λέξεων, που κατεβαίνουν από την οροσειρά της αλφαβήτου, για να καταγράψουν το βαθύ του συναισθήματος, σε εξορισμένο χρόνο.
Είναι το κόκκινο του λόγου, που ξεχωρίζει στο αίμα της, μαυροντύνοντάς το συνειδητά, για να ξορκίσει απώλειες, λάθη και πάθη.
Φωτίζονται με τα γαλανά μάτια της, αγκαλιές απρόσιτες, στις πρεμιέρες του τέλους.
Μέσα από την γραφή, ξαναζεί όλα εκείνα, που κάποια στιγμή εν δυνάμει, θα μπορούσε να ζήσει. Με αυθεντικές αναπλάσεις, αναβιώνει στου μυαλού της τα σφηνωμένα για καιρό, πρόσωπα και γεγονότα.
Εφευρίσκει τρόπους, να αντικαθιστά εκείνο που λείπει, με την δύναμη δέντρου, που πολύ βαθιά ριζώνει, στου παράδεισου τον κήπο, καθώς η ίδια ρίζα γίνεται, αποτρέποντας έτσι τις κατολισθήσεις του τέλους.
Γιατί ο ποιητής, πολλές φορές δανείζεται μορφές, στιγμές, που ανεπίγνωτα έχει ζήσει, στην ονειρική διάσταση λυτρωμών αλύτρωτων.
Η αλήθεια της, πετάγματα που φέρνουν μυρωδιές κανέλας και πορτοκαλιού, για να ζηλεύει η νύχτα, όταν στέλνει τα δικά της αρώματα, τις σιωπές και τις πληγές της.
Η αγάπη αργεί, σαν λάθος που κάποιες φορές ζητάς να επαναλάβεις κι ας ξέρεις πως είναι χαμένος ο χρόνος κι ο κόπος, τότε που ο κόσμος μικραίνει στους θυμούς του πόνου.
Η ποιήτρια προσπερνά με τις λέξεις της τείχη θανάτου, μνημονεύοντας πάντα το ξεριζωμένο της όνειρο.
Με ματωμένα χέρια, πάντα θα χτίζει " πάνω στην τέφρα, απ' των ματιών σου, το δάκρυ" όπως η ίδια λέει στο ποίημά της " άτιτλη πορεία" στην "παράλληλη οδύσσεια" της ζωής του ποιητικού βίου της.
[B]«άτιτλη πορεία (απαγγελία Νίκη Παπουλάκου)
Μάτωσαν τα χέρια μου
καθώς χτίστηκε
πάνω της τέφρα
απ’ των ματιών σου
το δάκρυ.
Κόκκινο, ρευστό.
Ρετσίνι που ‘χασε
Το διάφανο στόλισμα
Γαντζωμένο στο φλοιό
του σώματός σου.
Η μοίρα
γυρτή καμπούρα
που κουβαλά
δυο μέτωπα ιδρωμένα
κι ένα παιδί, μωρό,
που μεγαλώνει άδικα
δίπλα σε πέτρες
αιχμηρές.
Γιοφύρια που ‘χουνε
σχισμένα μάτια
κι έχουνε δει ανθρώπους
και εγκλήματα.» [/B]
Γιατί οι ζωές δεν χωρίζουν, όταν βαθύ συναίσθημα τις συνδέει, ακόμα κι όταν η συγνώμη δεν έρθει ποτέ.
Ο πόνος παντού, στο σώμα, στο βλέμμα, στο αίμα, με τους λυγμούς έφεδρους. "Τι να πενθήσω", θα πει, όταν οι μέρες μικραίνουν και οι νύχτες μεγαλώνουν, στις επαναλαμβανόμενες συλλογιστικές, τότε που καρποφορούν και σχηματοποιούνται σε λόγο ποιητικών αναφλέξεων.
[B]"έφεδρος λυγμός (απαγγελία Σοφία Στρέζου)
Νομίζω πια
πως
ξεκουρδίστηκαν
τα μάτια.
Στράγγιξαν
με τα χρόνια.
Τι να πενθήσω πια...
Τους γκρίζους
ουρανούς,
ή τα σπαρτά
που καίγονται
καθώς τα σφίγγει
ο άνεμος στη χούφτα του.
Τίποτα
δεν με κάνει
να δακρύζω πια.
Άφησα μόνο
ένα λυγμό
κρυμμένο
στης ψυχής
το τόξο,
μήπως και χρειασθεί,
την ώρα που θα θάβουν
την ερχόμενη
ζωή μου". [/B]
Για την Μαρία Νικολάου, η ποίηση είναι η προέκταση του εγώ, που αφουγκράζεται χρησμούς παλιάς πληγής.
Φυσάει καπνούς, μασώντας με τα δόντια της φύλλα Πυθίας άγνωστης, σ' εκείνο τον διφορούμενο χρησμό του σκορπιού, στις υποψήφιες πληγές που μετρώνται μια-μια, στα σημάδια που άφησαν, τις ουλές και τις ρυτίδες του αναπόφευκτου τέλους.
Έρχονται στιγμές, που η μοναξιά πνίγει εκείνο που την μελαγχολεί, το απροσδιόριστο, που προσδιορίζεται μέσα από την κατάθεση της ψυχής της.
Σε θλίψεις διαρκείας, απαντά με πυροτεχνήματα, στην μοναχική γιορτή των εκστασιασμών του πόθου, σε ώρες που ο έρωτας κι η αγάπη, συρρικνώνονται στα περιθώρια σελίδων λευκών, για να γίνουν εκφρασμένος λόγος με σαρκωμένο αίσθημα.
Τραγούδι από την Μαρία Μπλάνα
[B]"χρησμός (απαγγελία Σοφία Στρέζου)
Δεν ξέρω
πως βρέθηκα
θαμμένη στην άμμο,
μα είπαν
σαν γεννήθηκα ξανά
πως είχα ρίζες
μες τα μάτια
και τρόμαξε
ο ουρανός
σαν μ' είδε.
Μ' έκοψαν
και με πέταξαν
σε βάρκα
που 'χε
στην πλώρη
ένα ξύλινο φτερό αετού
κι ένα κουπί
σπασμένο
για κατάρτι.
Δεν ξέρω πως...
Μα να,
το όνομά μου
δεν το θεώρησα
ποτέ τυχαίο". [/B]
Με χέρια καθηλωμένα στα πληκτρολόγια των ύμνων, ξεκινά για τα σκοτεινά φεγγάρια της ποίησης. Με δίψα, με φωτιά, ακολουθεί το ταξίδι της, για ν’ αποτρέψει την αναπότρεπτη μοίρα, εκλιπαρώντας την φλόγα ν' ανάψει πυρκαγιές, να φθάσουν ως το αστέρι, που γίνεται φωτεινός οδηγός σε περιπολίες τέλους, μη τύχει και χαθεί η προδοσία χεριού, που κράτησε άλλο χέρι, σε στιγμές ονείρου και φόβου στο μελλούμενο.
Οι στάχτες θα βάψουν για άλλη μια φορά γκρίζα τα ποιήματα, στις αποτεφρώσεις ουράνιων τόξων, στους δακτυλίους των χρωμάτων.
Τραγούδι από την Μαρία Μπλάνα
[B]"γκρίζα ποιήματα (απαγγελία Σοφία Στρέζου)
Απίστευτο..
Τόσα ποιήματα
έχω γράψει.
τόσες πολλές λέξεις
μέρα νύχτα με συντρόφευαν
και ξέχασα η τρελή
να υπογράψω
στο τελείωμα
με ένα ουράνιο τόξο.
Τώρα που
τα κοιτάζω
φαντάζουν
όλα γκρίζα.
Τα σύμφωνα
στους κύκλους τους
κρύβουνε βροχή
και τα φωνήεντα
δυο χούφτες χιόνι.
Ποιος να μου
χρωματίσει
τόσες λευκές σελίδες,
ξέχασα τ' όνομά μου
αν έχει κόκκινο.
Μια πινελιά θ' αρκούσε.
Ίσως, να κλέψω λίγο
απ' την ντροπή"...[/B]
Οι πόνοι κρεμιούνται σε καρφιά σφηνωμένα στα μάτια, χωρίς ονόματα, με ξεχασμένες μορφές, φωνές, Αγαπιούνται χωρίς σώμα. Με σημάδια παλιά αποχαιρετούν, αναπολούν την μεθυσμένη ανάμνηση στις σημαδεμένες ξηρασίες των εραστών.
Άλλωστε εκείνη, για αλλού τράβηξε κι αλλού πήγε, μη αντέχοντας ένα παρόν που λάμψεις παγώνει. Τι κι αν στις διαδρομές τα ζήτησε όλα, τα πλήρωσε όλα με χτύπους καρδιάς, χωρίς την παρέα από κείνο το λάγνο ψέμα, που όλα φάνταζαν όμορφα κι ωραία.
Κάποια στιγμή η αλήθεια έπαψε να θυμώνει, καταλαγιάζοντας στους δικούς της χρόνους, παγίδες ασέληνες, στις ερημιές της θλίψης.
Οι απουσίες έχουν την φωνή της ερήμου που ζει, αναπνέει, ακόμα κι όταν κανείς δεν την περπατά, εκείνη αφήνεται στα τερτίπια του χρόνου να αφηγείται την εξελικτική πορεία της, στην ειρωνεία συνεδριών που δεν έγιναν, σε αμμοβολές κρυσταλλώσεων.
[B]"απουσία (απαγγελία Σοφία Στρέζου)
Γεμίζει η αγκαλιά
μ' ένα βουνό
θεριό
και πάνω εκεί
που λες πως
έκλεισες σφιχτά
τον κόσμο όλο,
μια πεταλούδα
δίνει μια, και
τα γκρεμίζει όλα τούτα
τα αποφθέγματα.
Μικρό φτερούγισμα
να σου θυμίζει
μια κρυστάλλινη
απουσία" «[/B]
[B]άδειο δωμάτιο (απαγγελία Έμυ Τζωάννου)
Το δωμάτιο άδειο.
Τέσσερις τοίχοι,
λευκά πανιά,
τεντωμένες υποσχέσεις.
Έξω ακούγονται
Ουρλιαχτά.
Είναι απ’ το
Λιθοβολισμό
Της βροχής
Στα κουφώματα.
Υγρασία
περονιάζει το τζάμι.
Θαμπώνει.
Δείχνει να κλαίει.
Δακρύζει.
Θυμάται τότε
που έπιανε κουβέντα
με το τζάκι.
Τότε που ήταν
Ζωντανό
κι η ζέστη όργωνε
τις χαραμάδες.
Θυμάται τότε…
κι ύστερα σπάει
το μάνταλο στην πόρτα
και πετάγεται έξω.
Μέσα,
το κρύο είναι βαρύ…» [/B]
Τραγούδι από την Μαρία Μπλάνα
Σε δειλινά πανσέληνα, κάποιοι κήποι θα νεκρώσουν. Οι αύρες θα ταξιδέψουν δίπλα σε ρόδα που κλαίνε βουβά, για να μοιραστούν θλιμμένες αισθήσεις που αντέχουν σημάδια φθοράς, από εκείνο το καλοκαίρι που για πάντα έδυσε πίσω από τα απολιθώματα της αγάπης στα λατομεία του πάθους.
[B]«κήπος (απαγγελία Δημήτρης Σαμαρτζής)
Νέκρωσ’ ο κήπος.
Ζουμπούλια χίλια
άψυχα,
και ένα ρόδο κόκκινο
να κλαίει βουβά
σκυμμένο
σε γλάστρα
νοτισμένη.
Σε πέτρα
απάνεμη,
μια λεμονιά
να σου θυμίζει
περασμένα
καλοκαίρια,
και να σκαλίζει
την ψυχή
με νύχια
πετρωμένα.
Σβήσανε τα χρώματα
Από το πεπρωμένο.
Κι ούτε ουράνιο τόξο
δεν υπάρχει
φυλαγμένο
στο συρτάρι,
έτσι…για ν’ αλλάξεις
παραστάσεις.
Απόκαμε κι ο άνεμος.
Του ‘παν πως
είναι Ιούλης,
κι έκαψα όλα
τα φύλλα
απ’ τις ροδιές.
Πότισε
Κόκκινο
το χώμα.
Έβαψες με αυτό
τα μάτια σου,
και βγήκες
σε δειλινό πανσέληνο.
Ίσα για να ζηλέψει
Το βασίλεμα…» [/B]
Στον χάρτη των έρημων τόπων υπάρχει ένα ραβδί παρατημένο, αφημένο. Είναι το μονόξυλο της ποίησης που πάνω του απλώνονται εμβατήρια σιωπής. Χαρτογραφούν στίχους πάνω σε καινούργιους ποταμούς που τρέχουν κι αφήνουν στις εκβολές, στεναγμούς παιδικότητας, μεγεθύνοντας το ανεκτίμητο κάτι, που χτίζεται πάνω στην άμμο της γλώσσας.
[B]«κορμός (απαγγελία Έμυ Τζωάννου)
Η ζωή
κορμός υπάκουος
μ’ ένα ρολόι
στο χέρι
φθαρμένο.
Διατάζει,
Απαιτεί
κρατώντας
μια βίτσα
στο χέρι,
σαν εκείνη που
στόλιζε
το μαυροπίνακα
μ’ αίμα
σε χρόνια παιδικά.
Εγώ,
με μπλε ποδιά
κι άσπρο γιακά
να τραγουδώ
εμβατήρια
σιωπής,
κι αυτή να με
μαλώνει
που έμαθα να ‘χω
αυθάδεια
στη γλώσσα.» [/B]
Τα σφυρίγματα τ’ αγέρα γυρεύουν τόπο αγγιγμάτων να αποθέσουν άρωμα ιστορίας, εκείνης που σταυρώθηκε και τώρα με τρεμάμενη ψυχή προσκυνά εκείνο που σκόρπισε.
Γκρεμίστηκε, πνίγηκε στη σιωπή, στη δροσιά που αποκοιμίζει αναπνοές, ανασαίνοντας την τελεία ενός τέλους που άδοξα ήρθε.
[B]«αποθέτω (απαγγελία Δημήτρης Σαμαρτζής)
Λευκό μαντήλι
Κεντημένο μ’ ένα
σίγμα τελικό
μια ιστορία
απ’ τα παλιά
κιτρινισμένη,
σαν το γδάρσιμο
στον τοίχο.
Δεν αναπνέουν
πια τα μάτια
στην κορνίζα.
Δεν…δεν…
Πνίγομαι μέσα
στο σπασμένο τζάμι
και αποθέτω
μια, δυο, τρεις
αναπνοές
κι αίμα που
στράγγιξε η ψυχή,
απάνω στο λευκό μαντήλι.
«Εις μνήμην»
γράψανε,
κι ύστερα κλείσανε
το μάνταλο
με μια αρμαθιά
κλειδιά.» [/B]
Αίμα παλιάς πληγής που εξακολουθεί να αιμορραγεί στις ενθυμήσεις γιορτής που έληξε. Κι όσο θυμάται τόσο αγαπά, κι άλλο τόσο πρέπει τον πόνο να ξεχνά, το δηλητήριο χαράς που γέννησε λύπη σε καιρό κρυμμένου ονείρου. Θάνατος λευκός σε πίστα σιωπής με την πίκρα να απογειώνεται με φευγάτες λέξεις μαρτυρίου.
[B]«θάνατος λευκός (απαγγελία Νίκη Παπουλάκου)
Δάγκωσα
τα χείλη σου
Άνθρωπε,
κι ένιωσα
πρώτη μου φορά
το δηλητήριο
να στάζει
μες στις
φλέβες μου.
Τόσο πικρό
και άγουρο
σαν σάλιο οχιάς
που μόλις σύρθηκε
στο χώμα.
Μείναν’ λευκά
τα όνειρα,
τα μάτια μου
τα χέρια κλείστηκαν
σε φυλακή
κι αγρίεψε
το πρόσωπο.
Ολόκληρη έμεινα
λευκή,
σα θάνατος
που ‘χει ντροπή του
να πενθήσει.» [/B]
Τραγούδι από την Μαρία Μπλάνα
Τις συναντήσεις μας με την Μαρία Νικολάου, συνήθως τις επιλέγουν οι λέξεις. Στην κορυφή του κόσμου, οι σχέσεις σφυρηλατούνται στην καθημερινή τριβή, τότε που με χέρια απλωμένα μαζεύονται τ' αστέρια, για να χαρισθούν.
Σε δρόμους φωτιάς είμαστε εκεί, δοσμένες στην συντροφικότητα μιας φιλίας ειλικρινής κι αταλάντευτης από τις προκλήσεις.
Στις παραισθήσεις των χαμένων ωρών, η δική της ποίηση γίνεται τραγούδι, με τα φωνήεντα και τα σύμφωνα να πλέκουν τον ιστό των ποιημάτων, για να χαρίζει σε όλους μας, την απόλαυση της γραφής της. Οι λαμπυρισμοί των μεταλλικών αποχρώσεων του λόγου της, ενώνονται με τα φτερουγίσματα για νέες πτήσεις.
Καλοτάξιδες...
Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-10-2010 | |