Στου ορίζοντα την άκρη 4 Δημιουργός: Dimitri Favvas Τα γεγονότα που ακολουθούν (έχω αλλάξει μόνο δύο ονόματα μέχρι το τέλος της όλης ιστορίας) είναι πραγματικά Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center]Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
(Μετανάστες)
Οι μηχανές δουλεύουνε συνέχεια και βουΐζουν
τα παλαμάρια λύνουνε και η στεριά μακραίνει
σειρήνες λάγνες, νοερές να τραγουδούν αρχίζουν
κι από της σκέψης τα αυτιά ο ήχος τους διαβαίνει
στην πρύμνη όλοι μας βουβοί και οι ματιές μας πάνε
και βλέπουνε προς τη στεριά κάτι σκιές που μένουν
κουνώντας τα μαντήλια τους να αποχαιρετάνε
που συνεχώς μακραίνουνε και όλο και μικραίνουν.
Τον πήρε το παράπονο κάποιον και σιγοκλαίει
και 'γω μαντήλι τούδωσα τα δάκρυα να σκουπίσει
και μέσα στ' αναφιλητά μονολογεί και λέει
λόγια για κάποια κοπελιά που πίσω έχ' αφήσει
άσε τις κλάψες Παντελή και κοίταξε μπροστά σου
και πάρε το απόφαση πως κείνη πίσω μένει.
Δεν ωφελούν τα δάκρυα και τ' αναφιλητά σου,
ένα κατώφλι της ζωής αρχίζεις να διαβαίνεις
κι αν δεν σ' αρέσει το “μπροστά” και θέλεις να γυρίσεις
πήδηξε μες στη θάλασσα στο χρόνο που σου μένει
γιατί μακραίνει η στεριά κι αν δεν αποφασίσεις
δύσκολο να την ξαναδείς και να σε περιμένει.
Βουβοί οι άλλοι δεν μιλούν και τη στεριά κοιτάζουν
χαθήκαν τα χαμόγελα αδειάσανε οι σκέψεις
μα δεν ζητούν παρηγοριά ούτε αναστενάζουν
αυτή την ώρα τη στερνή την είχανε προβλέψει.
Και το καράβι προχωρά και τον ισθμό περνάει,
στο μεσιανό κατάρτι του έχουμε κύκλο κάνει,
και μια κιθάρα παλαιά αρχίζει να μιλάει
με μελωδία απαλή π' ως την ψυχή μας φτάνει.
Γύρω οι βράχοι του ισθμού και μεις ανάμεσά τους
σαν συμπληγάδες στέκονται π' ανοίγουν και περνάμε
κι αν τα κορμιά ακέραια περνούν από μπροστά τους
οι ταραγμένες σκέψεις μας χτυπιώνται και πονάνε.
Αφήνω πίσω τους πολλούς και πάω εις την πλώρη
μ' αρέσει να κοιτώ μακριά στ' ορίζοντα την άκρη
που περπατούν τα όνειρα και η ζωή μου όλη
ζυγίζεται απάνω τους και προχωρά κεφάτη
στο ίδιο τσούρμο όλοι μας, στο ίδιο το καράβι
άλλα κοινά τα όνειρα και άλλα χωρισμένα
και 'γω συνέχεια σκέπτομαι το τρυφερό το χάδι
από γυναίκες ξωτικές σε κάποια μέρη ξένα.
Χαθήκαν τα στερνά βουνά κι αρχίζει να νυχτώνει
ολονυχτίς στο πέλαγος και η πατρίδα πίσω
ο τιμονιέρης σταθερά κρατάει το τιμόνι
και μια φωνή στη σκέψη μου ρωτά αν θα γυρίσω.
Ναί, θα γυρίσω βέβαια αλλά δεν ξέρω πότε
ούτε το βάζω για σκοπό και τάμα της ζωής μου,
εάν το φέρουν οι στιγμές θ' αποφασίσω τότε
με τις συνθήκες πάντοτε και με τη θέλησή μου
Το τσούρμο αλλοπρόσαλλο σε τούτο το καράβι
είν' επισκέπτες κι έμποροι που σ' άλλες χώρες πάνε,
οι μετανάστες είμαστε ένα μικρό κοπάδι
που πάνω στο κατάστρωμα συνέχεια τριγυρνάμε.
Μια Λιβανέζα μελαμψή την σκέψη μου τραβάει
και την αφήνει να χυθεί στο όμορφό της σώμα
εκείνη το κατάλαβε και μου χαμογελάει
αν και παιδί μου φαίνεται με δεκαπέντε χρόνια
βαδίζω στο κατάστρωμα κι αυτή ακολουθάει,
όπου πηγαίνω έρχεται και μ' έχει συγκινήσει
σαν κάτι θέλει να μου πει αλλά δεν μου μιλάει
εμπόδιο οι γλώσσες μας και πώς να μου μιλήσει;
σκοπό δεν έχω βέβαια για να μπλεχτώ μαζί της
και ούτε θα την ξαναδώ μετά την Ιταλία
δεν ξέρω τί περίμενε με την επιμονή της
ίσως να μην το ήξερε πως πάω Βραζιλία.
Σαν φτάσαμε στη Νάπολι, κατάλαβε πως φεύγω,
ήρθε κοντά μου στάθηκε, στα μάτια την κοιτάω,
της έδωσα το χέρι μου μα τί να πω, δεν ξέρω
και κείνη το κατάλαβε πως αποχαιρετάω.
Μου φάνηκε πως δάκρυσε. Φτωχό μου κοριτσάκι
με σένα τώρα άρχισε ο πόθος τα καψόνια
μα το μικρό σου όμορφο, αθώο προσωπάκι
πολλά θα δει χαμόγελα καθώς περνούν τα χρόνια.
Έσκυψα και της έδωσα φιλί στο μέτωπό της
μια που δεν νόμισα σωστό τα χείλη της ν' αγγίξω
γιατί φιλί στα χείλη της, ίσως στο λογισμό της
να 'έμοιαζε υπόσχεση πως θα ξαναγυρίσω.
[align=center] Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-10-2010 | |