Σούπερ μάρκετ, βαρετές περιοχές

Δημιουργός: zpeponi, Νικος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Σήμερα το πρωί,
μετά την δουλειά την βραδυνή,
αποφάσισα να πάω λαϊκή.
Αρχικά, δεν κατάφερα να την βρω.
Μάλλον μεταφέρθηκε δυό δρόμους παρακάτω.
Ποιός ξέρει...
Ήμουν έτοιμος να φύγω,
βρίζοντας απογοητευμένος.
Ώσπου είδα μιά κουκλάρα σ’ ένα σμαρτ.
Αφού πάρκαρε, την ρώτησα.
Ευγενικά, ως συνήθως,
μα κόντεψε να πάθει ανακοπή,
απ’ τον φόβο της.
Ήταν σκοτάδι κι ερημιά,
κι εγώ ψηλός και αχνοφαινόμουν.
Τελικά βρήκε την δύναμη,
και μου ‘δειξε τον δρόμο.
Όταν έφτασα, έμεινα έκπληκτος:
Όσα αντίκρυσα, θύμιζαν μεσαίωνα:
Τα μόνα φώτα, τα γυαλιστερά μουστάκια των πωλητών.
Πελάτες δεν υπήρχαν άλλοι, εκτός από εμένα.
Κάτι σκιές κουβαλούσαν κάτι άλλες σκιές.
Κάτι ήχοι προκαλούσαν άλλους ήχους.
Εφτά παρά πέντε το πρωί,
ψώνιζα στο μισοσκόταδο!
Πράγματα έβγαιναν απ’ τα ημιφορτηγάκια.
Ελάχιστοι πάγκοι είχαν μισοστηθεί.
Δεν έβλεπα τι έπαιρνα.
Κοίταγα μόνο να ξεχωρίσω στο έρεβος,
τις ταμπέλες που έγραφαν «παραγωγός»
και ν’ αποφυγώ τους «επαγγελματίες».
Προσπαθούσα να επιλέξω,
τα καλύτερα προϊόντα.
Στάθηκα περισσότερο τυχερός,
παρά σοφός.
Αντάλλασα καλημέρες, με κάτι καλημέρες,
που πλανιόνταν στον αέρα.
Μετά ζητούσα μία τσάντα,
μου την έδινε ένα χέρι απ’ το πουθενά.
Τρομερή εμπειρία!
Τοποθετούσα ζαρζαβατικά στην τσάντα,
χωρίς να μπορώ να τα δω,
και την προωθούσα στο υπερπέραν για ζύγισμα.
Η τσάντα εξαφανιζόταν με μαγικό τρόπο,
για ν’ ακουστεί, λίγο μετά, μια φωνή:
"1,20 παρακαλώ"
Έδινα θαραλλέα το 1,20
και αυτόματα εμφανιζόταν η γεμάτη τσάντα.
Ευχαριστούσαμε ο ένας τον άλλον.
Δηλαδή εγώ το σκοτάδι, και αντίστροφα.
Έτσι, σε είκοσι λεπτά, ξόδεψα είκοσι ευρώ
και πήρα είκοσι κιλά πραμάτεια.
Κι έφυγα όπως ήρθα: νύχτα κι ευχαριστημένος.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-10-2010