δυό μάτια αγγελικά

Δημιουργός: marakoskevasmata, Μάριος

αφιερωμενο στη μνημη της πρωτης μου συζύγου

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Το δάκρυ μου κύλισε πάνω στο κιτρινισμένο άλμπουμ που ξεφύλλισε η ψυχή ,φέρνοντας πίσω απ το πανέρι της μνήμης εικόνες ζωντανές απο το χθεςΗτανε ολόφωτο εκείνο το σαλόνι που διάβηκα στα είκοσι επτά μου.Ντυμένος πολύ απλά ,πήγα να ευχηθώ σε μια ξαδέλφη μου πουχε γενέθλια.Τσούρμο τα κοριτσόπουλα που να μη χορταίνει ανθρώπου νους την ομορφάδα και την ευωδιά της νεανικής τους σάρκας...Αυτοσυστήθηκα χαμογελώντας..»καλησπέρα σας δεσποσύνες μου, με λένε Μάριο, μπορώ να χαρώ την δροσερή παρεούλα σας?...Τότε εκείνες ,άρχισαν να τιτιβίζουν όλες μαζί σαν τα σπουργίτια, καλώντας με να καθίσω κοντά τους.Χαμογέλασα και πλασαρίστηκα στην πανέμορφη παρέα τους.
Στη συνέχεια, αρχισανε να γελάνε με τις γκριμάτσες και τα χωρατά μου.Εγινε πανδαιμόνο στην κυριολεξία.Βλέπετε ήμουνα ένας εξωστρεφης νεαρούλης που χαιρότανε πάντοτε την συντροφιά και την κουβεντούλα με τό άλλο φύλλο.Δεν ημουνα βέβαια ο τύπος που κάνει «κλικ»στις γυναίκες,αλλα είχα μεγάλη αυτοεκτίμηση και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και πολύ ,μα πολύ πείσμα.

Σε λίγο κι άλλες κοπέλες ηλθανε γύρω μας.Τα άλλα παλικάρια καθισμένα απέναντι μας αμίλητα χωμένα στα ακριβά τους κουστούμια ,απλά παρακολουθούσαν χωρίς να συμμετέχουν στο πανηγυράκι που είχα με μαεστρία στήσει .
Κάποια στιγμή τα ,μάτια μου έπεσαν στο μικρό σαλονάκι δίπλα.Ένοιωσα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά στο στέρνο.«Ε που πας Μάριε,γιατι μας αφήνεις μόνες»,ακουστηκε απο την ομήγυρη.Ομως η ψυχή κατηυθηνε γοργά τα βήματα μου προς τα εκεί.
Ητανε καθισμένη διπλα σε μια φίλη της και χαμογελούσε.Απέναντι της ένας πανέμορφος νεαρός και αρκετά καλοντυμένος δεν χόρταινε να την γδύνει με τα μάτια. Ητανε μια καλλονή στ αλήθεια, η πο όμορφη γυναίκα που είχα δει στη ζωή μου.Όρθιος έτεινα το χέρι στις δυο κοπέλες μην αφήνοντας απο τα μάτια την Θεά μου..."ποτέ σ ενα τόσο μικρό χώρο δεν συναντά κάνεις τόση πολύ ομορφιά" ψέλλισα γοητευμένος..
"Αυτα τα λέτε για να ρίξετε τις γυναίκες κύριε?" είπε σχεδόν θυμωμένα εκείνη.Κάθισα δίπλα της ακάλεστος στριμώχνοντας τες σχεδόν.
"Εσένα θέλω να ρίξω ομορφιά μου», ψιθύρισα κοιτάζοντας την βαθιά στα μάτια, «μόνο εσένα"..
«Μας έχετε στριμώξει για τα καλά το ξέρετε? «είπε σχεδόν ωρυόμενη η φίλη της.
«Εγώ πάω μέσα Μαρία,ειναι θρασύτατος και αγενής ο κύριος».

Τότε μου έριξε μια άγρια ματιά ο ακούνητος, ακίνητος και αγέλαστος μορφονιός απο απέναντι ,θρονιασμένος στην πολυθρόνα του..Ητανε δίμετρος αλλά ψοφίμι στην ψυχή, θα τον έκανα του αλατιού αν μου κουνιότανε.Του έριξα λοιπόν και εγώ ένα βλέμμα υπο γωνία, δίνοντας του να καταλάβει πως θάπρεπε να μας αφήσει μόνους.
Απειροελάχιστος ο χρόνος για να καταθέσεις τα όνειρα σου στα πόδια μιας Θεάς, απειροελάχιστος. Περάσαμε τρεις ώρες δίπλα ,δίπλα γελώντας και κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια τον άλλο.Της έδωσα ένα ζεστό φιλί όταν αποχαιρετιστήκαμε έξω απο την πόρτα του σπιτιού της.
Τότε συνηθίζαμε να συνοδεύουμε την ντάμα μας κοντά στην πόρτα του σπιτιού της και φεύγαμε μόνο όταν εκείνη δρασκέλιζε ασφαλής την είσοδο.Επι μια εβδομάδα συναντιόμασταν καθημερινά μετά το τέλος της δουλειάς της.Ήμουνα φουλ ερωτευμένος και υψιπετούσε το κίτρινο Σκοντάκι μου με πλοηγό τα όμορφα της μάτια , που ήτανε φάροι στις διαδρομές μου για να την συναντήσω.
Στο κρεβάτι μου άγρυπνος περίμενα να φέξει και μετά να σκοτεινιάσει για να την ξαναδώ.Αρχές της δεύτερης εβδομάδας δεν άντεξα..πήγα σπίτι της να την ζητήσω χωρίς μάλιστα να το γνωρίζει εκείνη.«Με λένε Μάριο και αγαπώ την κόρη σας», είπα με περισσό θράσος στους εμβρόντητους γονιούς της,

«θελω να την κάνω ταίρι μου για πάντα».
Εκεινη έλειπε.. ήταν δίπλα σε μια θειά της.
Μαρίαααα.. ένας περίεργος κύριος είναι εδώ και λέει ακατάληπτα πράγματα,ελα αμέσως..της είπε ο πατέρας της κλείνοντας με απόγνωση το τηλέφωνο.
«Γνωρίζεστε πολυ καιρό?»Μου έθεσε το ερώτημα η μητέρα της.
«Μόνο μια εβδομάδα κυρία .. είπα ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά σε μια φωτογραφία της καλής μου που στόλιζε τον τοίχο του σαλονιού.
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του παραδείσου !.Ήταν εκείνη, με τα μάτια έξω απο τις κόγχες.,«εσύ εδώ Μάριε?»
«Ηλθα να σε ζητησω Μαράκι για γυναίκα μου!»
«Και χωρις την δικη μου συγκαταθεση?πρωτάκουστο!!!Σε γνωρίζω τόσο λίγο Μαριε,τόσο λίγο»
«.Σ αγαπω Μαρία και σε θέλω!» ,είπα με σιγουριά στη φωνή.
«Μαριε σε συμπάθησα πολύ δεν το αρνούμαι αλλά..δεν σ αγαπώ !»

«Θα μ αγαπήσεις και εσυ καλή μου,αρκει να νοιώθεις μέσα στην ψυχή σου μια μικρή φλογίτσα..θα την κάνω φωτιά που θα θεριέψει νάσαι σίγουρη.Ειμαι άνθρωπος με συνέπεια και εντιμότητα ,δεν θα σε απογοητεύσω.»
Αυτά εβγαιναν απ την ψυχή μου, αυτά έλεγα..
«Αν δεν με θέλεις για άντρα σου, θα φύγω χωρίς να σ ενοχλήσω ξανά, χωρίς να πέσω στα πόδια σου.Θα πονέσω το ξέρω, θα υποφέρω...».
Σηκώθηκα , αποχαιρέτησα τους γονείς της και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.Γυρισα και την κοιταξα στα μάτια ,..ητανε δακρυσμένα, έκλαιγε γοερά η ψυχή της.
«Αντίο άπιαστο ονειρό μου..αντίο.»
Τότε ένοιωσα ένα τράβηγμα στο μπουφάν μου.»
Που πάς χωρίς εμένα Μάριε,που πας?
Μουχες υποσχεθει πως ποτέ δεν θα μ άφηνες μόνη το ξέχασες?
Ξέχασες το τραγουδάκι μας"μη φοβάσαι,μη φοβάσαι στο πλευρό μου πάντα θάσαι"?Γύρισε τότε προς τους γονείς της..«το θέλω αυτό το παιδί, έχει πολύ παλικαριά μέσα του, νοιώθω σιγουριά δίπλα του..τον θέλω για άντρα μου»

Μαράκος

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-11-2010