Λυπημένη ιστορία

Δημιουργός: artemis dimitriou, Μαριλένα

14/12/2010

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ήταν μόνος, λέγανε στα κυριακάτικα πηγαδάκια στο καφενείο του χωριού, όπου μαζεύονταν οι αργόσχολοι για να σκοτώσουν την ώρα τους.
Οι φίλοι του παντρεύτηκαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες και οι παλιές παρέες σκόρπισαν σιγά – σιγά, σαν τα κιτρινισμένα φύλλα που στροβιλίζει ο άνεμος κάποιο ατίθασο φθινόπωρο.
Εκείνος κλεινόταν συχνά στον εαυτό του, πνίγοντας τη μοναξιά του σε ουσίες, που υποτίθεται τον έκαναν να ξεχνά ό,τι ταλάνιζε την ψυχή του.
Φοβόταν, λέγανε τα ακούραστα στόματα στα κυριακάτικα σούσουρα στο χωριό.
Είπαν ακόμη πως κάποτε αγάπησε, πως δόθηκε ολοκληρωτικά σε κάποια που δεν τ’ άξιζε κι εκείνη τον πρόδωσε και κατέστρεψε ό,τι ομορφότερο μπορεί να κυριαρχεί στην ψυχή ενός ανθρώπου. Την ικανότητα να εμπιστεύεται.
«Οχι» μονολογούσε «δεν πρέπει»...
Δεν θα ξανάφηνε τον εαυτό του να υποπέσει σ’ εκείνο το καταραμένο συναίσθημα που κουρελιάζει την ανθρώπινη ψυχή, την εξαϋλώνει κι έπειτα ρίχνει τ’ απομεινάρια της στα πεινασμένα αρπακτικά.
Ο καιρός κυλούσε ασταμάτητα, σαν το γάργαρο νερό που κατεβαίνει απ’ τα βουνά, όταν λιώνουν τα χιόνια.
Η αγάπη, όμως, δεν τον ξέχασε και δεν άργησε να του χτυπήσει και πάλι την πόρτα. Ο έρωτας, μια σπίθα στην αρχή, φούντωσε στη συνέχεια μια δυνατή φωτιά μέσα του, που αγκάλιασε το κορμί του ολάκερο.
Όμως μαζί με τον έρωτα ξύπνησε κι ο φόβος. Κι όσο θέριευε ο έρωτας, θέριευε μαζί του κι ο φόβος.
Επειτα, σαν σε φαύλο κύκλο, ο φόβος ξυπνούσε τον πόνο, που τον απέτρεπε να της εμπιστευθεί το μεγαλείο των συναισθημάτων του.
«Μην μ’ ερωτευτείς» της έλεγε. «Δεν τ’ αξίζω», προσπαθώντας ο ίδιος να ξεφύγει απ’ όλο τούτο το «κακό» που τον βρήκε και να ξεγελάει τον εαυτό του με υπεκφυγές.
«Είμαστε μαζί για να περνάμε καλά» της έλεγε, μα οι πράξείς του πρόδιδαν την αλήθεια κι εκείνη τον ένιωθε, γιατί τον αγαπούσε βαθιά, γιατί τον έβαζε πάνω απ’ τον εαυτό της, γιατί πονούσε με τον πόνο του και χαιρόταν με τη χαρά του, γιατί... γιατί... γιατί..., για ένα μάτσο γιατί.
Τον αγαπούσε, το δάκρυ του έτρεχε απ’ τα δικά της μάτια και το αίμα του έρρεαι απ’ τις δικές της πληγές. Από εκείνες τις πληγές, που τις άνοιγε ο φόβος του.
Κι όσο εκείνος ένιωθε οτι την πλήγωνε, ο φόβος του γινόταν όλο και μεγαλύτερος, η ανασφάλειά του γινόταν όλο και μεγαλύτερη, κι όσο η αγάπη του θέριευε για εκείνη, τόσο η πάλη με τους δαίμονές του γινόταν σφοδρότερη.
Προσπαθούσε απεγνωσμένα να φύγει μακριά της με καταστάσεις εφήμερες που ισοπέδωναν και τους δυο. Κι όταν αντάμωναν ξανά και ξάπλωναν στο ίδιο κρεββάτι, τα δύο κορμιά γίνονταν ένα, οι δυο ψυχές τους γίνονταν μια, που μεταφερόταν σε άλλη διάσταση, ένα κερί με δύο φυτίλια, δυο ήλιοι σ’ ένα ηλιοβασίλεμα...
Χτυπούσε την πόρτα της μεθυσμένος κάποιες νύχτες μόνο για να την δεί, να την αγγίξει για λίγο φευγαλέα, κι ενώ εκείνη τον παρακαλούσε να μείνει, εκείνος έτρεχε να ξεφύγει. Την ικέτευε να τον αφήσει να επιστρέψει στο σπίτι του, να μείνει μόνος με τη θλίψη και την ανασφάλειά του.
«Είναι πολύ καλή για μένα» σκεφτόταν κι έψαχνε συνεχώς διεξόδους ν’ απαλλαγεί απ’ όλα εκείνα που βασάνιζαν την ψυχή του.
Ναι... Είχε αγαπήσει ξανά, μα αυτή τη φορά η αγάπη ήταν πιο δυνατή. Ένιωθε την καρδιά του να καίγεται τόσο, όσο ποτέ άλλοτε. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ένιωσε κάτι τέτοιο και μέρα με τη μέρα δυνάμωνε.
Όμως τον αγάπησε κι εκείνη, λέγανε στα πηγαδάκια στο καφενείο του χωριού.
Οχι, εκείνη δεν τον αγάπησε, τον λάτρεψε, τόσο, που εκείνος δεν το άντεξε, κατέρρευσε κι έκλεισε την ψυχή του σε μια φυλακή, έθαψε την αγάπη του πλάϊ με τη ζωή του, ερμητικά.
Αγάπησε κι αγαπήθηκε τόσο πολύ και με τόσο πάθος που σκιάχτηκε κι έμεινε μόνος όπως ψιθύριζαν στο χωριό.
Κι εκείνη;
Εκείνη τον κράτησε για πάντα μέσα της, σαν σφαίρα καρφωμένη στην ψυχή της, με μια πληγή να αιμορραγεί μέσα της για πάντα. Σαν στερνό φιλί στην ομίχλη, αδιάσπαστο. Σαν τη στεριά, που σμίγει με τη θάλασσα και γίνεται ένα. Σαν τις ψυχές, που γίνονται σκιές και χάνονται μαζί στον αέρα χορεύοντας τον αισθησιακό χορό των επτά πέπλων...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-12-2010