Μονόλογος κάτω απ'τη βροχή της πόλης

Δημιουργός: Ξεθωριασμένη Αστερόσκονη

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στη στενάχωρη καμπίνα του ανελκυστήρα, εγώ κι εσύ,
Να αναχωρούμε προς το πουθενά, χωρίς ίχνος ελπίδας.
Πάρε με πιο ψηλά, πιο ψηλά να με πάρεις. Έννατος, δέκατος,
Σε εκείνον τον τελευταίο όροφο, τον όροφο του απείρου.
Χιλιάδες ψυχές στριμωγμένες στο ίδιο όνειρο, κορμιά πάνω
Σε κορμιά, απλώνουν τα χέρια, σπρώχνονται, κατάχρηση
Χώρου, χρόνου, οξυγόνου. Σε μια γωνιά κι εγώ, διψασμένη,
Να σπρώχνομαι κάτω απ’τη βροχή για μια σταγόνα ήλιο.
Να βλέπω το πρόσωπό σου κάπου, λίγα μέτρα μακριά,
Πολύ μακριά, το πρόσωπό σου να βλέπω μέσα από μια
Χαραμάδα. Μια κλειδαρότρυπα πίσω απ’τον όγκο της
Ανθρωπότητας, κι εσύ, όπου κι αν είσαι,
Μια σχεδόν αθέατη σκια που γυροφέρνει πότε σαν αλήθεια
Και πότε σαν ψέμα. Μια υπόσχεση που κάποτε συρρικνώνεται
Και κάποτε φουσκώνει.Το χέρι σου, το χέρι μου, τα χέρια μας
Ενωμένα. Μακρινή οπτασία, παραφουσκωμένο ψέμα.
Στη στενάχωρη καμπίνα του ανελκύστηρα, εγώ κι εσύ,
Να αναχωρούμε προς το πουθένα, γιατί κάποιος μας είπε
Πως ο ουρανός είναι κάπου εκεί πάνω. Να λιώνω σ’ένα δάκρυ εγώ,
Κι εσύ μερικά κορμιά μακριά να απλώνεις τα χείλη για να μου
Δώσεις οξυγόνο σ’ένα φιλί και μόνο. Λες κι η ζωή
Μεταδίδεται με μία ανάσα. Μην μου θυμώνεις που θυμώνω.
Είναι που μια ζωή η ματαιότητα βάζει τρικλοποδιές
Στην προσπάθεια, είναι που εκεί που περιμένω την
Εκτόξευξη, όλο και κάπως εκτοξεύομαι στο χάος. Ελεύθερη
Πτώση στην αβεβαιότητα και πίσω στην έναρξη, με ματωμένα
Γόνατα και μια καρδιά εξαντλημένη. Η αγάπη να καίει
Στα σπλάχνα μου, μια έκρηξη πόνου μέσα στη μοναξιά της
Νύχτας. Μια βουβή κραυγή μέσα στον όχλο της πόλης
Που όλο και κάποιο τρόπο βρίσκει να μας ρουφάει την ζωή
Απ’το αίμα. Πάρε με, να πάρει, πάρε με τηλέφωνο τώρα
Που σκοτώνω την ώρα μου γιατί η νύχτα με σκοτώνει.
Πάρε με απ’την μέση και σπρώξε με, σφίξε με, ζήσε με
Τώρα που σφίζω από νιότη. Πάρε με, να πάρει, πάρε με
Να φύγουμε τώρα που ο σφυγμός της απρόσωπης πόλης
Ανεβαίνει, τώρα που τα αγρίμια χώνουν τα νύχια τους
Στις σάρκες μας γιατί για πάντοτε ζητούσανε το τίποτα,
Το τίποτα του ‘κάτι παραπάνω’.
Ποιο κάτι παραπάνω, ποιος ουρανός εκεί πάνω.
Εγώ το ‘παραπάνω’ μου στο πλάι σου του έζησα, κι ήπια
Και το γαλάζιο του ουρανού κρατώντας σου το χέρι.
Πάρε με, να πάρει, πάρε με μακριά από τούτη τη στενάχωρη
Καμπίνα. Εγώ γεννήθηκα για άλλα πράματα. Για τα φιλιά σου
Στο κύμα της θάλασσας και για να νιώθω στα πόδια μου το χώμα.
Πάρε με πιο ψηλά, πιο ψηλά να με πάρεις. Το ύψος (και το βάθος)
Της ζωής, αυξάνεται, όσο μικραίνει η απόστασή μας
Απ’το χώμα.
Έλα, πάρε με, σφίξε με στην αγκαλιά σου.
Σώμα με σώμα, καρδιά με καρδιά, να νιώθω τη γη στα πόδια μου
Και να κοιτώ τον ουρανό κρατώντας σου το χέρι.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-01-2011