Ένας Έλληνας "καζανόβας" στην Κασαπάβα Δημιουργός: Dimitri Favvas Λίγο μακροσκελές, ελπίζω πάντως να γελάσετε Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center]Γίναμε τρεις οι Έλληνες σ' αυτό το εργοτάξιο
μα τούτος ο πολυλογάς που τον φωνάζουν Τόλη
δεν ταίριαξε στα μέτρα μας. Το παίζει πάντα άξιος
και Καζανόβας δεύτερος που τον βαριούνται όλοι
και πάντα μ' όσα έλεγε είχε επιτυχίες
με τις γυναίκες πάντοτε γιατί του βρίσκαν κάτι
και διάλεγε απ' τις πολλές, τις όμορφες κυρίες
που τον παρακαλούσανε να πάνε στο κρεβάτι
στο υπουργείο σχεδιαστής πριν έρθει Βραζιλία
κι όλες εκεί τις γκόμενες τις είχε ξετρελάνει
αλλά εδώ τον κυνηγά πάντα η ατυχία
και δεν στεριώνει στη δουλειά που ξέρει για να κάνει
κι απ' τη στιγμή που έφτασε εδώ σ' αυτήν την πόλη
έχει πλαγιάσει με πολλές, τις έχει ξετρελάνει
κι ας είναι πάντα μοναχός καθημερνή και σκόλη
(εκτός εάν στον ύπνο του νομίζει πως τα κάνει).
-Εσείς παρέα κάνετε, μας λέει μιαν ημέρα
με Βραζιλιάνους και μ' αυτούς συνέχεια γυρνάτε
κι εγώ που είμαι Έλληνας, με κάνετε και πέρα
δεν με υπολογίζετε και ούτε μου μιλάτε
-βρε μπαχλαμά πάω μ' αυτούς ο Ντίνος τ' απαντάει
γιατί εκείνοι πίνουνε ενώ εσύ δεν πίνεις.
Την προσβολή δεν δέχεται ο Τόλης και ξεσπάει
-αν είσαι άντρας κόπιασε και όσο πιω να πίνεις.
Πάμε στο μπαρ, καθόμαστε στα έξω τραπεζάκια
και ακριβώς απέναντι βρίσκεται η πλατεία
γεμίζουνε κι αδειάζουνε οι δυο τα ποτηράκια,
χωρίς ποτό, νηφάλιος εγώ στην ιστορία.
Ένα ποτό γλυκόπιοτο, το λεν Αμερικάνο
που όσο πίνεις πιο πολύ το κέφι σου ανάβει
ο Τόλης μερακλώθηκε και στο μεράκι πάνω,
-γκαρσόνι, το μπουκάλι σου άστο εδώ, προστάζει.
Κάποια στιγμή, σηκώθηκε ο Ντίνος για το μπάνιο
και όταν ξαναγύρισε του έδωσε το χέρι
-με νίκησες και στοίχημα άλλο δεν ξαναβάνω,
είσαι ποτήρι δυνατό, καθένας πια το ξέρει
κι ο Τόλης που κατάφερε ν' αδειάσει το μπουκάλι
δήλωσε πως επιθυμεί τώρα να τραγουδήσει
στον δρόμο τον πιο κεντρικό, κι εμείς μαζί του πάλι
κατάφερε την γειτονιά όλη να αφυπνήσει
ανοίγουν τα παράθυρα να δούνε τι συμβαίνει
και ύστερα με πάταγο τα σπρώχνουν και τα κλείνουν
αφού στο δρόμο περπατούν μόνο τρεις μεθυσμένοι
που τις φωνές με άναρθρες κραυγές μόνο συγκρίνουν.
Την ώρα όπου σχόλαγε ο κινηματογράφος,
θαρρείς ότι το είχαμε εμείς προγραμματίσει
αφού ο κόσμος πέρναγε βγαίνοντας απ' το βάθος
ο Τόλης δίπλα ξέρναγε χωρίς να σταματήσει
ύστερα τον περάσαμε μέσα απ' την πλατεία
για να τον δουν οι γκόμενες που πήγαιναν μαζί του
σ' ένα παγκάκι κάτσαμε και ήτανε αστεία
η στάση όπου έδειχνε με την κατάστασή του
στη στάση υπεραστικών λεωφορείων τώρα
όταν εκεί περνούσαμε βγαίναν οι επιβάτες
κι εκείνος κάνει εμετό δίπλα απ' την κολόνα
κι είναι γνωστοί και άγνωστοι οι γύρω οι διαβάτες
και στο ξενοδοχείο του κανονισμός υπάρχει
όπου δεν επιτρέπεται να μπαίνουν μεθυσμένοι
κι εξαίρεση δεν γίνεται, ας είσαι και πελάτης,
τον μεθυσμένο που θα δουν , μέσα ποτέ δεν μπαίνει
-Με το κεφάλι σου ψηλά και σταθερό το βήμα
θα πρέπει τώρα Τόλη μας την πόρτα να περάσεις,
που φαίνεται αδύνατο, αλλά θα ήταν κρίμα
ολονυχτίς στην ύπαιθρο, μπορεί να ξεπαγιάσεις.
Απ' έξω τον αφήσαμε σε μία πολυθρόνα,
μέσα στο λόμπι μερικοί ήταν συγκεντρωμένοι
μπροστά στην τηλεόραση κι έβλεπαν τον αγώνα
της πάλης όπου ήτανε ώρα συνηθισμένη.
Τελείωσε το θέαμα και φύγανε οι άλλοι
κι ο φύλακας κάποια στιγμή έλειψε για λιγάκι,
και μέσα τον περάσαμε με προσοχή μεγάλη
αφού πρωτίστως πήραμε όλες τις προφυλάξεις
....................................................................
Βλέπω την Λίλιαν να περνά μια μέρα στην πλατεία,
μία στεγνή και άχαρη ψηλή γεροντοκόρη
και σκέφτηκα πως θα' τανε μια τέλεια ευκαιρία
εάν την παρουσιάζαμε για γκόμενα στον Τόλη
και του το σκάω τελικά αυτό το παραμύθι
“η Λίλιαν ρώταγε για σε, φαίνεται σε γουστάρει
είναι γυναίκα λεύτερη και από πλούσιο σπίτι,
σε παρουσιάζω όποτε απόφαση το πάρεις”
και της τον παρουσίασα το ίδιο κιόλας βράδυ,
χαιρέτισα, τους σύστησα και έφυγα αμέσως
μα και εκείνη χάθηκε σε λίγο στο σκοτάδι
χωρίς να ξέρει φυσικά τι στο μυαλό μου έχω.
Μία φορά τη φίλησα πριν από ένα μήνα
και πάντοτε όταν φιλώ τα μάτια δεν τα κλείνω,
τα χείλη μου τα ρούφηξε, τα μάτια της κι εκείνα
κλείσανε και σουφρώσανε μα το φιλί εκείνο
ήταν το πρώτο που 'δωσα μα και το τελευταίο
γιατί με πληροφόρησε να μην το ξανακάνω
και όταν το ξανάκανα επήλθε το μοιραίο
ένα χαστούκι έφαγα στο μάγουλο επάνω
αλλά ο Τόλης σοβαρά το σκέφτεται το θέμα
φοράει το κοστούμι του και πάει να καθίσει
στο ίδιο μπαρ κάθε βραδιά και ο σκοπός του ένας
την ευκαιρία μήπως βρει στη Λίλιαν να μιλήσει...
Από την πόλη έφυγα κι ο Τόλης πίσω μένει
σ' ένα τραπέζι μπροστινό με φόντο την πλατεία
την Λίλιαν κάθε μια βραδιά εκεί την περιμένει,
να της μιλήσει ίσως βρει μια μέρα ευκαιρία.[align=center] Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-01-2011 | |