Άνθρωποι Απόντες Δημιουργός: poetryf Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Σκληραίνει η γλώσσα μας τελευταία
σαν τα μαχαίρια που ακονίζονται το ένα πάνω στ’ άλλο
-έτσι κι οι λέξεις-
σπινθηρίσματα στη φλέβα ενός υπάρχω
που δε βρήκε λόγια να μας πει, πως έζησε.
Ένα κεφάλι σκυφτό, ένας εγωισμός ακμάζων
δέκα δάχτυλα ντροπής και δέκα πόνου
για τις είκοσι στιγμές που πέρασαν
και για την μια που ονομάσαμε αιώνα.
Δυο πόδια ταξίδι
και δυο χέρια ουρανός, είναι ο άνθρωπος.
Μιία βιτρίνα ο κόσμος
γυαλισμένη απ’ έξω όσο γίνεται
-ένα πρόσωπο σπασμένο όλο κι όλο-
σε αυτό τον τόπο που άνθισε ο διάβολος
και αργοπεθαίνει μες στα σπάργανά της, η αγάπη.
Κρυώνω τα βράδια.
Κάνω κουβέρτα τη σιωπή και τυλίγομαι
έμβρυο θαρρείς μες στην κοιλιά των ενοχών μου.
Κι ύστερα μπαίνει απ’ το παράθυρο μια θάλασσα φως
λες κι ο Πρωτέας φιλοδώρησε τον Ήλιο
λίγα κύματα. Ίσα να φτάνουν να πνιγώ.
Ίσα να μάθω να αναπνέω.
-Αναπνέω;
-Ναι, μου απαντάς.
-Μα εσύ πώς λείπεις;
Ένα μαχαίρι πεταμένο στο φεγγάρι.
Σκοτωθήκαμε. Δημοσίευση στο stixoi.info: 23-02-2011 |