Γιατί η Κρήτη; Δημιουργός: kin, Γιωργος οουυφφ γιατι ολες οι δυσκολες ερωτησεις σε μενα????? Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Παει κι αυτη η νυχτα
Κι εγω για αλλη μια φορα δεν εχω απαντηση
Ειναι μερες τωρα που μια ερωτηση εχει μπει μεσ'το μυαλο
Εχει κολησει εκει και δεν λεει να φυγει
Μια επιμονη κι απαιτητικη ερωτηση
"Γιατι η Κρητη?"
Τι ειναι αυτο που την κανει τοσο ξεχωριστη στις σκεψεις μου?
Στα ονειρα μου?
Στην καρδια μου?
Μηπως για χαρη της γιαγιας της σφακιανης?
Ε και?
Ουτε που την γνωρισα ποτε
Και γιατι δεν εχω το ιδιο κολημα με τις ριζες της αλλης της γιαγιας και των παπουδων μου?
Μηπως ειναι για τον ενα χρονο που'ζησα στην Κρητη?
Δεν λεω, ηταν στα δεκατρια μου.
Το μελανι ειναι ανεξιτηλο σ'αυτην την ηλικια
Αλλα και παλι....
Φτανει ενας χρονος μοναχα για να γενησει μια τετοια λατρεια?
Ναι ξερω τι θα μου πεις...
Ειναι οι στιγμες που εζησες, που γενουν αυτη την λατρεια
Ε για αυτο κι εγω αγωνιζομαι να θυμηθω.
Να θυμηθω τι εζησα.
Να απαντησω στην ερωτηση επιτελους.
"Γιατι η Κρητη?"
Μα δεν θυμαμαι τιποτα
Η σχεδον τιποτα
Μονο τον γεροντα θυμαμαι.
Εκεινον, τον εναν που φοραγε ακομη την βρακα
Και το μαντηλι στο κεφαλι
και τις ασπρες μποτες
και το ζωναρι στην μεση
κι ολα τα αλλα τα συναφη
Δεν τα'χε φορεσει τα φραγκικα ο γεροντας
Κι ας τα 'χαν φορεμενα ολοι οι αλλοι
Εκεινος ακομη με τα παλια
Μ'εκεινα που μεγαλωσε
Που εγινε αντρας
Σαν να τον βλεπω ακομη μπροστα μου
Εκει στο σταυροδρομι με τις ταβερνες
Να κατηφοριζει τον δρομο
Με την φορεσια την κρητικη
Κι ενα ξυλινο ραβδι στο χερι
Που ομως δεν τ'ακουμπησε ποτες στον δρομο
Δεν το'χε αναγκη
Κι ας πηγαινε καιρος πολυς που περασε τα ογδονταπεντε
Δεν το'χε αναγκη το ραβδι ο γεροντας
Κατηφοριζε τον δρομο στητος, καμαρωτος,
με βημα γοργο σαν να πηγαινει καπου
Με το κεφαλι ψηλα, αρχοντικα
Τα ματια ισια μπροστα, με οραμα
Ναι με οραμα,
Ναι στα ογδονταβαλε
Θυμαμαι ακομη, οταν γινοντουσαν οι γαμοι οι κρητικοι στις ταβερνες
και τυχαινε να περναει ο γεροντας
χαλαγε ο κοσμος απο τις μπαλωτιες των κρητικαρων
Κατι παληκαρια ισα με 'κει πανω
Μα ο γεροντας δεν σαλευε
Τον δρομο του εκεινος
Στητος, καμαρωτος, με το βλεμα ισα μπροστα
Και το προσωπο ανεκφραστο τελειως
Πετρινο θα ελεγε κανεις
Εκτος απο τα ματια
Οι αλλοι δεν το εβλεπαν αλλα εγω το ειχα δει
Γελουσανε τα ματια του
Ναι γελουσανε
Αληθεια σου το λεω
Εσπαγε πλακα ο γεροντας με ολους εκεινους τους παληκαραδες που σκοτωναν τον αγερα
Βρε ξακαρδιζοτανε σου λεω!
Μα φαινοτανε στα ματια μονο
Πουθενα αλλου
Ειχε μεγαλη ιστορια ετουτος ο γεροντας
Μου την 'λεγαν καθε τοσο οι πιτσιρικοι του χωριου
Θρυλος κανονικος ο γεροντας
σαν κι αυτους που διαβαζουμε στις ιστοριες
Κι ετσι ξεκινουσε η ιστορια του.
Σαν θρυλος
Απο τοτε που ητανε στα δεκατρια του
Δεκατριαχρονος πιτσιρικος,
χωμενος μεσα σ'ενα ταμπουρι, να γιομαει τα οπλα του πατερα
Αυτα τα οπλα, που μεγαλωσε θαυμαζοντας τα, κρεμασμενα στους ωμους του πατερα του
Δεν ητανε τυχαια οπλα
Ηταν του πατερα του
Και 'κεινος ηξερε απ'αυτα
Δεν επαιρνε οτι κι οτι
Δεν ητανε τα εγγλεζικα που φερναν ολοι
Καπετανιος ο πατερας, ηξερε τι να παρει
Τα χε βρει στην Βενετια, σ'ενα ταξιδι
Οπλα φτιαγμενα στο Μιλανο για τον στρατο του Γκαριμπαλντι
"Μιλανεζικο μπιμπελο, φτιαγμενο να σκοτωνει" τα ελεγε ο πατερας
Τα λατρευε ο δεκατριαρης εκεινα τα οπλα
Και τωρα του τα'χει δωσει να τα γιομαει
Οχι μονο να τ΄αγγιξει αλλα να τα γιομαει
Κι ο πατερας μπροστα να τα περιμενει
Να στηριζεται σ'αυτον
Να πολεμουν μαζι
Στο ιδιο ταμπουρι
Με τον πατερα του, τον ηρωα του
Εκεινος να γιομαει, κι ο πατερας να βρονταει
Να στρεφει πισω, να παρει το γιοματο,
να γυρναει μπρος να ξαναβρονταει...
Μεχρι που μια φορα δεν γυρισε
Εμεινε εκει, στραμενος μπρος, ακινητος...
Κι εκει το δεκατριαχρονο παιδι,
εγινε ο αντρας
Ενας πεθανε κι ενας γενηθηκε
Εστρεψε το οπλο μπρος και βροντηξε
Ξαναγεμισε και ξαναβροντηξε
Ξανα και ξαναβρονταει
Διχως να σκεφτει τι επαθε ο πατερας
Ετσι απλα πηρε την θεση του
Σαν να μην πεθανε
Σαν να πηγε ο πατερας να αρμεξει τις αιγες και να τον αφησε στο ποδι
Και σαν ηρθανε οι τουρκοι πιο κοντα,
τοτε πηρε το σπαθι, απ το ζωναρι του πατερα
Το σπανιολικο σπαθι του πατερα, που το 'χε παρει απ' τον πατερα του και 'κεινος
Το φτιαγμενο στο Τολεδο απο μαστορους που δεν υπαρχουν πια
Το ζωσμενο με τοσους θρυλους, απ'τα ταξιδια πατερα και παππου
Απο τοσες μαχες με πειρατες και κουρσαρους
Αυτο το σπαθι που οσο και να τριψεις την λαμα δεν σταματα να φεγγει κοκκινα
Να φεγγει αιμα...
Αυτο το συμβολο, τωρα στα χερια του.
Να το κραδαινει, να το κατεβαζει, να παιρνει κεφαλια...
Ξανα και ξανα διχως να σκεφτει, διχως να σκιαχτει
Εκανε μονο οτι θα'κανε κι ο πατερας
Και σαν τελειωσε η μαχη ετουτη, κι ηρθαν κι αλλες,
εκεινος παντα εκει, μπροστα, ο πρωτος, ο οδηγος
Τι κι αν ηταν δεκατρια?
Στην μαχη μετραει η ψυχη κι οχι τα χρονια
Κι ετσι, μεσα στον πολεμο για την λευτερια,
εγινε αντρας, ο γεροντας, που τοτε ητανε παιδι,
Και τελειωσε ο πολεμος
Και ηρθε η ενωση με την Ελλαδα
Και τους ζητησανε να δωσουνε τα οπλα...
Και τα'δωσε τα οπλα
Του πατερα του τα οπλα, τα μιλανεζικα
Τα καμαρια του.
Το ζηταγε η πατριδα
Εδω για κεινη σκοτωνε και δεν θα'δινε τα οπλα?
Ετσι τα'δωσε λοιπον
Και περασε ο καιρος
Κι ηρθε αλλος πολεμος να τον βρει
Ανοιξαν οι ουρανοι και βρεχαν αρματωμενους
Με οπλα μοντερνα, αυτοματα και φορτωμενοι με φυσιγγια
Και κεινος διχως οπλα
Μονο το σπαθι, που'χε κρατησει να θυμαται τον παππουλη του.
Μα δεν βαρυγγομησε
Κουβεντα δεν ειπε
Μονο ξεκρεμασε το σπαθι και κινησε
για 'κει, για το Μαλεμε
Να δωσει μια μαχη ακομη
Και την εδωσε
Τους εσφαζε πριν πεσουνε καλα καλα στο χωμα
Εμ βλεπεις, ψημενος στις μαχες ο γεροντας
Δεν χρειαζοντουσαν πολλα πολλα
Ηξερε τι να κανει, το'χε μαθει
Το σπαθι ψηλα, να το κραδαινει
Μετα κατεβασμα
Κεφαλια να παιρνει
Ξανα και ξανα.
Την ηξερε την δουλεια, την ειχε σπουδασει τοσα χρονια
Σκοτωνε, μα τελειωμο δεν ειχαν
Οσους σκοτωναν, αλλοι τοσοι ερχοντουσαν
Μα εκει αυτος, συνεχιζε
Ωρες ολοκληρες, ακουραστος
με βολια μπηγμενα μεσ'το κορμι
Κι ωρα με την ωρα εχανε κι απο'να συντροφο
Μεχρι που μεινε μοναχος
Με το κορμι γεματο βολια
Και το αιμα του να κανει ρυακια γυρω
Κι εκει, σ'κεινα τα ρυακια ειναι που επεσε σαν σβησαν οι δυναμεις
Ακινητος, διχως ιχνος ζωης
Σιγουρος νεκρος
Μεχρι που ξυπνησε κι αρχισε να σερνεται μεσ' το σκοταδι
Να σερνεται και να 'φηνει πισω του ποταμι αιμα
Ολη νυχτα σερνοταν
Και την αλλη μερα
Και την αλλη νυχτα
Μερονυχτα ολοκληρα σερνοταν
Σερνοταν κι ανεβαινε
Μεχρι που εφτασε στην κορφη
Στην πιο ψηλη, την πιο παλια,
την πιο αντρικια κορφη, του Ψηλορειτη
Κι εκει κοιταξε πισω του κι ειδε το ποταμι
Ενα κοκκινο ποταμι που διεσχιζε την Κρητη ολη
Απο την κορφη του Ψηλορειτη μεχρι περα στα Χανια
Ενα κοκκινο πελωριο δακρυ που εχυνε ο γερο-ψηλορειτης
Και κει δεν αντεξε πια ο γεροντας
Εκει, στην κορφη επανω,
τρεμαμενος σηκωθηκε ορθος,
κι εβγαλε κλαιγοντας μια κραυγη που ομοια της δεν εχει ακουστει
Ηταν η ντροπη για μια χαμενη μαχη?
Ηταν ο πονος για την ξανασκλαβωμενη πατριδα?
Η μηπως ηταν παραπονο κι οργη για τα δυο του μιλανεζικα που του τα πηραν?
Τελος παντων...
Περασε ο καιρος,
εγειανε ο γερος,
βρηκε κι οπλα, κλεμενα απ'τον εχθρο,
ειχε και του παππου του τ'ατσαλι,
ειχε και παληκαρια αλλα διπλα του,
Μαχη την μαχη, μερα με την μερα,
Τον νικησαν τον εχθρο
Τελειωσαν οι μαχες,
σβησαν οι φωτιες,
ανοιξαν ξανα τα σπιτικα,
βρεθηκαν παλι οι φαμελιες,
κι ηρθε ο καιρος να μιλησουν τα τσαπια και οι τσουγκρανες
Ηταν καιρος πια, τα οπλα να σιγησουν...
Πηρε το μουλαρι ο γεροντας,
κι αρχισε να το φορτωνει
Ολα τα οπλα και τις σφαιρες κι οτι μαζευε τοσον καιρο απ' τον εχθρο
Ολα τα φορτωσε, ολα
Και τα οπλα
Και τις σφαιρες
και χειροβομβιδες
και δυο πολυβολα
κι ενα μικρο κανονι που 'χε καλα κρυμενο
Ολα σου λεω, ολα
Τα φορτωσε και πηρε βραδυ τον κατηφορο για το χωριο
Σταμτησε κει δα, εξω απ'τον σταθμο της χωροφυλακης
Ψυχη τριγυρω, μονο ο χωροφυλακας σκοπος
Και 'κει, αμιλητος, με προσωπο ανεκφραστο, αρχισε να ξεφορτωνει
Να και τα πιστολια, να και τα τουφεκια
να και τα αυτοματα, να και οι σφαιρες
να και οι χειροβομβιδες να και τα πολυβολα
να και το κανονι, να κι ολα τ'αλλα...
Και στο τελος, εβγαλε απ' το ζωναρι το σπαθι
Εκεινο το σπανιολικο του παπου του
Εκεινο το ροζε απο το αιμα των κουρσαρων και των πειρατων,
των τουρκων και των γερμανων
Το'βγαλε, το σηκωσε ψηλα κραδαινοντας το,
το κατεβασε, κι εκοψε μ'αυτο, για τελευταια φορα,
ενα κλαρι απ'την ελια.
Ενα κλαρι να το κανει ραβδι
Να 'χει κατι να κραταει...
Πηρε το ραβδι στα χερια,
αφησε τ'ατσαλι στο σωρο,
και χαθηκε στην νυχτα
Την αλλη μερα οταν ρωτουσαν τον σκοπο,
εκεινος ειπε, οτι σαν να τον ακουσε να ψιθυριζει φευγοντας....
"Σαν θα'ρθει παλι η ωρα,
σαν θα 'ρθει η στιγμη,
δεν θα'χω αναγκη απο σπαθι,
μου φτανει να'χω την ψυχη"
Στο ειπα, θρυλος κανονικος ο γεροντας,
σαν κι αυτους που λεν οι ιστοριες
Βεβαια...
Οι μεγαλοι μου λεγανε να μην τα πιστευω αυτα
Ιστοριες λεει ειναι που τις εφτιαγνε οι φαντασια των πιτσιρικων
Και καθε γενια εβαζε κι απο λιγη σαλτσα και το τοσο το εχουν κανει αλλο τοσο
Κι αλλα πολλα μου λεγαν οι μεγαλοι, αλλα δεν με 'νοιαζε εμενα
Εγω το ηξερα οτι ηταν αληθεια ολα
Το ειχα δει
Εκει στο σταυροδρομι οταν περνουσε ο γερος
Το ειχα δει στις πατημασιες του.
Περνουσε ο γεροντας και οι πατημασιες του γραφαν...
Καθε πατημασια και ενα γραμα
Εφευγε ο γεροντας και οι πατημασιες αφηναν πισω μια φραση χαραγμενη...
"Απο 'δω παν' οι αντρες...."
Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-09-2005 | |