Ακολουθώντας τα βήματα (1) Δημιουργός: ΓΙΑΝΝΗΣ Κ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=right][B][I]Είχαν περάσει τρεις μήνες που είχα μείνει μακριά.
Κάπνιζα αρκετά όλη τη μέρα και τα βράδια έβγαινα γιά μπύρες στο κέντρο.
Κάπου που να ήταν κοντά με το δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Βόηθαγε που ήταν και αρχές Μαίου και το δροσερό βραδυνό αεράκι σου έφτιαχνε τη διάθεση
ήθελες δεν ήθελες.
Μετά από μία ολόκληρη καταθλιπτική ημέρα με ολόλαμπρο έξω τον ήλιο και το σκοτάδι μέσα από τις κλειστές κουρτίνες το μόνο που ήθελα ήταν να βγώ έξω με το που νύχτωνε.
Θυμάμαι τόσο καθαρά αυτές τις ημέρες.
Ακουμπούσα τη πλάτη μου στα πόδια του κρεββατιού καθισμένος στο πάτωμα.
Και κοίταγα απλά τον απέναντι τοίχο.
Οι ήχοι της 3ης Σεπτεμβρίου απέξω έφθαναν ασθενικοί και ανίκανοι να αποσπάσουν τη προσοχή μου
πέντε ορόφους πιό επάνω.
Από το επάνω πάτωμα που είχε μετατραπεί σε αίθουσα προσευχής γιά τους Πακιστανούς και καφενείο-τόπο συνάντησης έφταναν συχνά πυκνά ομιλίες και προσευχές.
Μπορώ να πω με σιγουριά ότι δεν ένοιωθα κανένα μυικό πόνο.
Μάλλον τελικά δεν ένοιωθα και τίποτα.
Μόνο την ανάγκη να βγώ και να χωθώ στο πρώτο καταγώγιο που θα έβρισκα.
Και όταν έφτανε μπροστά μου το πρώτο μπουκάλι της μπύρας τότε με τύλιγε μία ανεξήγητη ηρεμία.
Από μία παράξενη ιδιοτροπία αντί να ανέβω τη 3ης Σεπτεμβρίου προς τη πλατεία ακολουθώντας τη σύντομη διαδρομή πέρναγα πάντα μπροστά από το πρώτο.
Από το απέναντι πεζοδρόμιο και όταν πλησίαζα το τμήμα διέσχιζα το δρόμο και περνούσα κολλητά στο φρουρό.
Αργά αργά.
Μερικές φορές κοντοστεκόμουν κιόλας στο ύψος των σκαλιών και άναβα τσιγάρο ή έκανα πως μιλάω στο κινητό.
Μάλλον απολάμβανα το προνόμιο που είχα να μη κινώ υποψίες.
Ένα βράδυ στο καφενείο λίγο πιό επάνω έπεσαν πυροβολισμοί.
Ένας Αλβανός πέρασε μέσα απότη τζαμαρία και σωριάστηκε στα πλακάκια.
Το μισό του κεφάλι ήταν μία άμορφη ματωμένη μάζα.
Ξεκαθάρισμα λογαριασμών και αλβανική μαφία.
Κοντοστάθηκα 2 λεπτά και δεν είδα να φτάνει κανένας μπάτσος.
Μετά από αυτό σταμάτησα να ανεβαίνω και εγώ τη Βεραντζέρου.
Πάνω από τη Δωδώνη στη γωνία δε ξαναπερπάτησα ποτέ.
Έπινα λοιπόν τις μπύρες μου και γυρνούσα στο δωμάτιο ξημερώματα.
Όταν είσαι σε μία τέτοια κατάσταση η μπύρα σε πιάνει πολύ εύκολα.
Όσο λιώμα και να ήμουν ανεβαίνοντας πρόσεχα πάντα να μην ακουμπήσω τα κάγκελα στην άκρη της σκάλας.
Κάποιοι ένοικοι ή είχαν το χόμπυ να τα φτύνουν ή δεν άντεχαν και αυτοί τη δυσωδία των
κοινόχρηστων χώρων.
Μία ημέρα αγόρασα δύο μπουκάλια VIAKAL και έκανα το μπάνιο σα καινούριο.
Αλλά σε συνδυασμό με τη χλωρίνη έγινε ένα μίγμα που με αρρώστησε.
Πέρασα τρείς ημέρες στο κρεββάτι νοιώθωντας σχεδόν ετοιμοθάνατος.
Μετά από αυτό έκανα μόνο τη στοιχειώδη καθαριότητα.
Όταν έμενα από λεφτά και τσιγάρα κατέβαινα δίπλα στην είσοδο στο φαστφουντ της Μίλα.
Καθόμουν στο σκαμπό που ήταν στο πεζοδρόμιο και δε μίλαγα.
Μαζί με το καφέ μου έφερνε και ένα πακέτο βουλγάρικα τσιγάρα απομίμηση Rothmans.
Έκανα πως έψαχνα τις τσέπες γιά λεφτά μέχρι να μου κάνει το γνωστό νεύμα που σήμαινε,
άστα, δε πειράζει, άλλη φορά.
Περίμενα πολλές φορές στις έξι το πρωί τη Μίλα να έρθει να ανοίξει το μαγαζί.
Για να τη βοηθήσω να σηκώσει τα μεταλλικά ρολλά.
Σαν ανταπόδωση.
Συνεχίζεται[align=left] Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-03-2011 |