Ακολουθώντας τα βήματα....(3)

Δημιουργός: ΓΙΑΝΝΗΣ Κ

συνέχεια από τα προηγούμενα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=left][B][I]Το δωμάτιο που έμενα ήταν ένα παλιό δωμάτιο πρώην ξενοδοχείου στη Χαλκοκονδύλη.
Ο ιδιοκτήτης αφού χρωστούσε πολλά λεφτά στους υπαλλήλους έδωσε μισό όροφο στο καθένα και εξαφανίστηκε.
Το δωμάτιο ήταν λοιπόν πολύ μικρό.
Ένα κρεββάτι και ένα τραπέζι με ένα καθρέπτη επάνω γέμιζαν το χώρο ασφυκτικά.
Από τα πόδια του κρεββατιού έφτανες να ανοίξεις χωρίς προσπάθεια
τη πόρτα του δωματίου και του μπάνιου.
Ένα και μοναδικό παράθυρο με θέα τη Χαλκοκονδύλη,χωρίς μπαλκόνι.
Είχα γιά γείτονες στον ίδιο όροφο μία οικογένεια Ινδών με δύο παιδάκια γύρω στα 8
που τα είχα δει αρκετές φορές να ζητιανεύουν.
Δίπλα μου έμεναν δύο κοπέλλες Ελληνίδες που από το ντύσιμό τους καταλάβαινες τι δουλειά έκαναν.
Πολλές φορές γυρίζαμε την ίδια ώρα ξημερώματα.
Ποτέ δεν αλλάξαμε κουβέντα παρά μόνο κάτι φευγαλέες ματιές.
Η μία από αυτές ένα βράδυ σε μία γωνία στη Μαβίλη μέσα στο μισοσκόταδο μου ζήτησε φωτιά.
Μόλις πλησίασα και με αναγνώρισε βιάστηκε να ψελλίσει μία συγνώμη.
Της χαμογέλασα και της άναψα το τσιγάρο χωρίς να ξαναπούμε τίποτα.
Και μία Κυριακή πριν ακόμα χαράξει καθώς περίμενα τη Μίλα να έρθει γιά να ανοίξει
είδα και τις δύο να έρχονται μεθυσμένες και αγκαλιασμένες.
Στα χέρια κρατούσαν ένα μπουκέτο με τρία κόκκινα τριαντάφυλλα η κάθε μία.
Με φίλησαν στο μάγουλο σχεδόν τελετουργικά και μου άφησαν ένα τριαντάφυλλο.
Έμοιαζαν πολύ ευτυχισμένες.
Στον ίδιο όροφο έμενε και ένας πανύψηλος Ρώσος που με τον που τον έβλεπες
καταλάβαινες ότι ήταν σίγουρα κακοποιός.
Τό τι ακριβώς έκανε δε μπορούσα να το προσδιορίσω.
Σκληρό πρόσωπο και ψυχρή ματιά που αν την ένοιωθες πάνω σου σε τρόμαζε.
Όσες φορές έτυχε να περνάω και να είναι μισάνοιχτη η πόρτα του έβλεπα τις κατσαρίδες να αλωνίζουν στο δωμάτιο και με τύλιγε μία ανεξήγητη άσχημη μυρωδιά.
Φρόντιζα όσο μπορούσα να αφήνω τις μυρωδιές έξω από το δωμάτιο.
Συνέχεια έκαιγα αρωματικά στικ και ψέκαζα με άρωμα χώρου.
Και όσο γιά τις φωνές από το διάδρομο και τα γύρω δωμάτια τις σκέπαζε το ραδιοφωνάκι
που στέκοταν περήφανο και ολοκαίνουριο μέσα σε φθαρμένα μεταχειρισμένα πράγματα πάνω στο τραπέζι.
Οι νύχτες ήταν όμως απρόσμενα ήσυχες.
Θαρρείς πως με το που σκοτείνιαζε οι ένοικοι όλων των ορόφων εγκατέλειπαν το ξενοδοχείο.
Και έτσι γίνοταν πραγματικά.
Από τις δέκα το πρωί και μετά σιγά σιγά οι φωνές δυνάμωναν και γίνοταν ένας δυνατός βόμβος.
Πολλές και διαφορετικές γλώσσες και χρώματα.
Οι περισσότερες προφέροταν γρήγορα.
Και σχεδόν πάντα τα λόγια ήταν θυμωμένα.
Με τα 150 ευρω που έδινα το μήνα βέβαια ήξερα ότι δεν είχα δικαίωμα να παραπονιέμαι.
Μερικές φορές ένοιωθα και προνομιούχος γιά τη θέση που μου εξασφάλιζε το δωμάτιο μου.
Ήμουν στο κέντρο της πόλης.
Στο κέντρο των παντών και του τίποτα.
Ανώνυμος και μόνος μέσα σε ένα τεράστιο πλήθος.
Έτσι όπως έπρεπε.
Μόνο που το άρωμα της ελευθερίας μου δεν ήταν γλυκό αλλά βρώμαγε απαίσια.



συνεχίζεται

Δημοσίευση στο stixoi.info: 12-03-2011