Ακολουθώντας τα βήματα....(6)

Δημιουργός: ΓΙΑΝΝΗΣ Κ

συνέχεια από τα προηγούμενα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=left][B][I]Μέρα με την ημέρα η ελπίδα ότι θα τα κατάφερνα να βγώ
για δεύτερη φορά από αυτό το λούκι έσβηνε.
Είχα χάσει αρκετά κιλά.
Ούτε όρεξη γιά φαγητό είχα αλλά ούτε και διαθέσιμα λεφτά γιά τέτοιες πολυτέλειες.
Είχα αρχίσει να σκέπτομαι ότι ο θάνατος θα ήταν μία καλή λύση.
Έχοντας διαβάσει άπειρα βιβλία και πεπεισμένος ότι η ψυχή συνεχίζει το ταξίδι της
σε ένα επίπεδο πιό επάνω η ιδέα μου άρεσε πολύ.
Και όλο και περισσότερο τριγύρναγε το μυαλό μου στην αυτοκτονία.
Είχα ζήσει τα περισσότερα από αυτά που θέλησα να ζήσω.
Μεγάλες χαρές και απογοητεύσεις, μεγάλους έρωτες και χωρισμούς.
Δε θα μου έλλειπε τίποτα και δε θα έλλειπα και σε κανένα.
Ένα βράδυ γύρισα με μία σακούλα από ένα γυράδικο.
Μία μερίδα γύρος και ένα μπουκάλι ρετσίνα θα ήταν το τελευταίο μου γεύμα.
Στις 2 τη νύχτα άνοιξα το πλαστικό μπουκάλι και μέτρησα 72 χάπια.
Διάβασα άλλη μία φορά τις παρενέργειες......υπνηλία ,τρόμος,θάνατος.
Άρχισα να πίνω τα χάπια με το τελευταίο ποτήρι κρασί και ξάπλωσα στο κρεββάτι.
Ήταν μεσημέρι όταν ξανάνοιξα τα μάτια.
Μία απογοήτευση με κυρίευσε ,αλλά μονάχα γιά μία στιγμή.
Δε τα είχα καταφέρει.
Δεν είχα πεθάνει.
Προσπάθησα να κινηθώ αλλά αντιλήφθηκα ότι δεν αισθανόμουν τα πόδια μου.
Ένα μούδιασμα άρχισε να ανεβαίνει σιγά σιγά προς τα επάνω.
Λίγο ακόμα και θα έφτανε στη καρδιά.
Και τότε τέλος.
Το μούδιασμα έφτασε στη καρδιά αλλά το μόνο που άλλαξε ήταν ότι δεν αισθανόμουν και τα χέρια μου τώρα.
Υπέθεσα ότι θα προχωρούσε στο κεφάλι και αυτό θα ήταν το τελειωτικό.
Ξαναέκλεισα τα μάτια.
Τίποτα.
Μία φοβερή δίψα άρχισε να με κυριεύει.
Μία δίψα που δε μπορούσα να αγνοήσω όσο και αν προσπαθούσα.
Έπρεπε να πιώ οπωσδήποτε νερό .
Και μετά να περιμένω όσο χρειαστεί.
Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δε τα κατάφερα.
Με όλες τις δυνάμεις μου γύρισα και άφησα το σώμα μου να πέσει από το κρεββάτι.
Προσπάθησα με τα γόνατα να πάω ως τη βρύση στο μπάνιο .
Κάτι που αποδείχτηκε φοβερά δύσκολο ανόητο και επίπονο.
Το κεφάλι μου σα να μη συγκρατούταν από το λαιμό στο υπόλοιπο σώμα χτύπαγε ανεξέλενκτα στο πάτωμα και τους γύρω τοίχους.
Ένοιωσα στο στόμα μου την αλμυρή γεύση του αίματος.
Είδα τον άσπρο τοίχο λεκιασμένο από το αίμα μου.
Έπρεπε να συνεχίσω.
Μπουσουλώντας χρειάστηκα γιά μία απόσταση τριών μέτρων μισή ώρα από ότι υπολόγισα.
Έφτασα κάτω από το νιπτήρα και προσπάθησα να σηκωθώ.
Δε γίνοταν τίποτα.
Με όση δύναμη μου είχε μείνει άπλωσα τα χέρια και προσπάθησα να γαντζωθώ στο νιπτήρα.
Μία ,δύο, άπειρες φορές.
Η δίψα ή η εμμονή ήταν αφόρητη.
Τελικά κατάφερα να γαντζωθώ και τράβηξα το σώμα μου προς τα επάνω.
Μπορούσα να δώ πιά τη βρύση.
Και τότε ένα σώμα χωρίς νεύρα και μυς σωριάστηκε στο πάτωμα.Το αίμα πρέπει να ήταν αρκετό γιατί δε μπορούσα να δω.
Άρχισα να σέρνομαι πάλι προς το δωμάτιο.
Το κεφάλι μου χτύπησε με δύναμη την εξωτερική πόρτα.
Ένα μικρό ρυάκι αίματος άρχισε να κυλάει έξω από αυτήν στο διάδρομο.

Άκουγα τη σειρήνα να ουρλάζει και ένοιωθα τη ταχύτητα.
Όταν άνοιγα τα μάτια έβλεπα φωτισμένα ψηλά κτίρια να τρέχουν.
Μετά σκοτάδι.
Ο χώρος ήταν παράξενος.
Ήμουν ξαπλωμένος σε ένα κρεββάτι.
Γύρω μου πέρναγαν ή στέκοταν γνωστά πρόσωπα ανθρώπων που είχα συναντήσει.
Μερικοί από αυτούς είχαν πεθάνει και το θυμόμουν πολύ καλά.
Και αυτοί που ζούσαν ήξερα ότι δεν είχαν κανένα λόγο να έρθουν να με επισκεφτούν.
Απλά γνωστοί.
Που ήμουν?
Η Κατερίνα με στολή νοσοκόμας με πλησίασε χαμογελώντας.
Πέθανα,διαπίστωσα.
Ένας ενοχλητικός πόνος στη μύτη με ξύπνησε.
Κοίταξα γύρω μου και είδα έναν διάδρομο με πολύ κόσμο.
Ήμουν επάνω σε ένα ράντζο.
Ένα σωληνάκι από τη μύτη μου έφτανε βαθιά ως το λαιμό μου και πιό κάτω.
Κάποιος με άσπρη ρόμπα με πλησίασε.
_Κρατήσου μεγάλε, κάποιος εκεί επάνω δε θέλει να πεθάνεις ακόμα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-03-2011