Ρασπούτιν (επεισ 10) Δημιουργός: marakos poureitzer, ΜΑΡΙΟΣ ΖΑΜΠΙΚΟΣ http://stixoi.info/stixoi.php?info=Collections&act=details&collection=975 Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Επεις 10
Τότε με εντολή της Τσαρίνας , μια σωματώδης υπηρέτρια, φορτώθηκε στα σβέλτα τη βαριά τσάντα με τα εργαλεία και τα βοτάνια μας και προπορεύθηκε, έχοντας μόνιμα στα καπούλια της ,τις άγαρμπες χερούκλες του αθεόφοβου Γκριγκόρι.Αφού λοιπόν ξεθεωθήκαμε ν ανεβαίνουμε τις μαρμάρινες σκάλες ,με τα επίχρυσα κάγκελα και τους δικέφαλους αετούς ,αρχίσαμε να διασχίζουμε ασθμαίνοντας, ένα ατέλειωτο διάδρομο, με αναρίθμητες πόρτες στην κάθε πλευρά του.Στο τέλος του όμως , μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Μια τεράστια πόρτα άνοιξε από μέσα και δυό υπηρέτες με επίχρυσες λιβρέες ,μας προυπάντησαν ,κρατώντας κηροπήγια στα χέρια.Η σωματώδης υπηρέτρια, αφού άφησε πάνω σ ένα μακρόστενο και χαμηλό τραπεζάκι τη βαριά τσάντα, που πάντοτε την φορτωνόμουνα εγώ ο κακότυχος, αποχώρησε αργά,αργά,αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό.«Πάλι την έκανες την βρομοδουλειά σου, αθεόφοβε», ψιθύρισα στον Γκριγκόρι, που ακόμα έτρεχαν τα σάλια του, από την καψούρα που ένοιωσε , απ το μπαλαμούτιασμα των καπουλιών της λεγάμενης.Στη συνέχεια ,προχωρώντας στο βάθος της σουίτας που μας είχε παραχωρηθεί, πρόσεξα πως για εκείνον υπήρχε ένα τετράδιπλο κρεβάτι, ενώ για την αφεντιά μου, ένα μονό. «Άδικη που είναι η ζωή, αυτό τον αγύρτη τον έχουνε σα Θεό κι εμένα σαν παρία» σκέφτηκα σφόδρα αποκαρδιωμένος.
Ξαφνικά,ο ένας από τους δύο υπηρέτες, ανοίγοντας μια ενδιάμεση μικρή πόρτα, μας οδήγησε μπροστά σε μια πελώρια μαρμάρινη σκάφη, μια «μπανιέρα» όπως μας εξήγησε. Ήτανε κάτι που για πρώτη φορά αντίκριζαν τα μάτια μας, αφού πλενόμασταν στη χάσει και στη φέξει ,ορθοί μέσα σε μια τσίγκινη σκάφη.«Το ζεστό νερό με το κρύο, μπορείτε να τα αναμείξετε αν θέλετε», είπε ,δείχνοντας μας ένα μακρόστενο καβλιτζέκι, που υπήρχε έξω απ τη μπανιέρα, ενώ πάνω σ ένα μικρό τραπεζάκι πιο δίπλα ,ένας σωρός απο χρωματιστά «τούβλα», μας έκαναν ν απορήσουμε για τη χρήση τους.«Μήπως είναι φαγώσιμα, για μετά το μπάνιο?.»,ρώτησε με παιδική αφέλεια ο Γκριγκόρι ,ρίχνοντας μου ματιές απόγνωσης.«Λέγονται σαπούνια κύριε», ψέλλισε ο υπηρέτης, εξηγώντας του ανόρεχτα τη χρήση τους. Στη συνέχεια, κάνανε και οι δυό τους μεταβολή, μετά από μια βαθιά υπόκλιση και αποχώρησαν ,αφήνοντας μας μόνους. Ξαφνικά πρόσεξα φευγαλέα,πίσω από ένα παραβάν δίπλα στο κρεβάτι του, μιά σκιά.«Κάποιος μας μπανίζει φώναξα», ξεσηκώνοντας τον Ρασπούτιν. Εκείνος τότε μ ένα μεγάλο σάλτο, βρέθηκε πίσω από το παραβάν και στη συνέχεια ξεπρόβαλε, κρατώντας ολοτσίτσιδη τστην αγκαλιά του,την Όλγα..«Εσύ Γραμματικέ γρήγορα στο κρεβάτι σου και κλείσε μας και την πόρτα, πρέπει να της αποβάλω τον Σατανά», είπε κλείνοντας μου το μάτι ,καθώς πέταγε το ξαναμμένο θηλυκό πάνω στο τεράστιο κρεβάτι.«Πες απεταξάμην τον Σατανά μωρή !» μούγκρισε εκείνος γεμάτος πόθο.Απεταξάμην,απεταξάμην..αααααχ απεταξάμην..,» τσίριξε εκείνη με τη σειρά της και άντε μετά εγώ να κλείσω μάτι.
Συνεχίζεται
Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-04-2011 | |