Η αγάπη

Δημιουργός: messinia

Καλησπέρα παιδιά, να είστε καλά πάντα!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

"Η αγάπη! Η αγάπη!
Τραγούδα ανάσα μου, ζυγιάσου στον άνεμο, δες το χάος,
σωπαίνει ο νους μου κι ακούει απόκρυφες βοές".

Για εκείνον που αγάπη θέλησε με το κορμί του άφθαρτο,
είπαν πως ήταν έρμαιο που πέθανε άγνωρος,
σαν τον ειδωλολάτρη,
για εκείνον που αγάπη έδωσε με την καρδιά του μόνη,
είπαν πως ήταν άμυαλος που έζησε ήσυχα,
σαν μία κούφια καλαμιά.
Χίλιες φορές πεθαίνουν όσοι το θάνατο αποφεύγουν,
μία φορά ανασταίνονται εκείνοι που αγαπούν.
Για τον αιώνα τον άπαντα, για εκείνο το χατίρι,
γι’ αυτές τις μαύρες αλυσίδες ανάμεσα ουρανού και γης,
που μας κρατάνε κι αιωρούμαστε όπως η σκόνη,
για εκείνο το όνειρο που λέγεται αθανασία,
λένε πως πρέπει ν’ αγαπήσουμε.
Σαν το νερό κυλάμε μέσα από μια παλάμη
όπως εκείνη παίζει κάτω από το ρυάκι,
σκορπίζει ύστερα τις λαμπερές σταγόνες
παντού στο μέτωπο, σιμά στο είναι.

"Η αγάπη, λοιπόν, η αγάπη!
Χόρεψε ίσκιε μου σ’ όλα τα σχήματα,
τ’ ασπροντυμένο μου κορμί να μην σε υπολογίζει πια.
Εσύ με διέταξες κι εγώ υποχώρησα, γιατί ήμουν λαβωμένος".

Θυμάμαι που έγειρα στου βάρδου μου τα πόδια,
θυμάμαι που άγγιξα σεμνά τα γόνατά του,
θυμάμαι αυτή τη μοναξιά της ταπεινής ψυχής μου.
Για την αγάπη έκλαιγε ή την αγάπη υμνούσε;
Μα ήμουν χαμίνι κι άπλωνα στον κόσμο την ανάγκη μου,
ήμουν αγρίμι κι έτριζα τα δόντια μου στον πόνο,
ήμουν μια πέτρα απ’ το σωρό του γκρεμισμένου κόσμου.
Για μια λατρεία να χαθώ ή ένα θάνατο να πω λατρεία;
(Μ’ αυτόν τον ύμνο τον παράξενο σμίλεψα τα οστά μου.)

"Η αγάπη! Η αγάπη!
Δες την πώς κατηφόρισε, ψηλά απ’ το λόφο ακούω την καρδιά της,
με όλα αυτά που δεν κατάλαβα, νιώθει η τέχνη μου ντροπή".

Για εκείνον που δεν ζήτησε ποτέ να αγαπηθεί,
είπαν πως έγινε αχός που αλάργευε τις νύχτες,
ένα τσακάλι πεινασμένο,
για εκείνον που δεν άντεξε ποτέ να τον ποθήσουν,
είπαν πως βόγκηξε το χώμα που το κορμί του κράτησε,
μία υπόκωφη άρνηση.
Όσες ζωές κι αν το φυλάς το αίμα που κυλάει στις φλέβες,
φτάνει μονάχα μια πληγή για να πεθάνεις, αρκούν δυο στάλες.
Για του θανάτου το γινάτι, γι’ αυτόν τον πόλεμο,
γι’ αυτό το σκιάχτρο που ποθεί μία καρδιά να ζωντανέψει,
να νιώσει άνθρωπος, να εξημερώσει πια εκείνα τα κοράκια,
για αυτές τις άχρηστες στιγμές του «είναι» και «δεν είναι»,
λέω πως πρέπει να αγαπήσουμε.
Σαν την ομίχλη μοιάζουμε στα πρωινά του κόσμου,
έτσι όπως πέφτει από τα βλέφαρα του τελευταίου ονείρου,
βγάζει τα γκρίζα ρούχα της, γίνεται ολόθαμπος καθρέφτης,
«είσαι γυμνός», σου λέει, «είσαι μονάχος, ξύπνησε!».

"Η αγάπη, λοιπόν, η αγάπη!
Πάλεψε ήρωα σε όλα τα αναχώματα ψυχής και νου,
η γερασμένη μου καρδιά να ζήσει να θυμάται.
Εσύ αγωνίστηκες κι εγώ σου το αναγνώρισα, προσεύχομαι για σένα".

Θυμάμαι που έπεσε ο βάρδος μου, ένα κλαρί κομμένο,
θυμάμαι τα αναφιλητά, ύστερα έριξε χώμα στα μαλλιά του,
θυμάμαι που έμεινε σκυφτός κι ευχήθηκε να πεθάνει.
Ήρθε η αγάπη και δεν άντεξε ή καρτερά ακόμη;
Μα είχα τα χέρια μου αδειανά από καρδιά και λόγια,
είχα μια αίσθηση πικρή πως τίποτε δεν θα αλλάξει,
είχα τυλίξει την ψυχή σ’ ένα τριμμένο ρούχο.
Να μείνω είπε ή να αγαπήσω; Μέσα στο κλάμα του μου ευχήθηκε.
(Άλλο κορμί δεν έχω να πετάξει, τούτο λοιπόν είπε να ελευθερώσω.)

Η αγάπη έφτασε πια, τη νιώθω ν’ ατενίζει την πλαγιά μας,
βάζω το χέρι αντήλιο μα εκείνη έφερε βροχή,
κάνω απάγκιο την ψυχή μου μα ήλιος βγήκε πάλι.
Απόρησε μαζί μου ο βάρδος μου.
«Καλό μου, είπε, πότε θα μάθεις;
Όσο εμείς κρυβόμαστε η αγάπη παίζει,
μα της γυμνής ψυχής, της απροστάτευτης, δεν της χαλάει χατίρι.»
Ύστερα γύμνωσε το στήθος του και είδα την καρδιά του,
μόνο σεμνότητα άξιζε και σεβασμό η εικόνα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-04-2011