Βασιλιάς Αρθούρος (επεισ 3) Δημιουργός: marakos poureitzer, ΜΑΡΙΟΣ ΖΑΜΠΙΚΟΣ http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Collections&act=details&collection=1006 Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Οι ημέρες κυλούσανε ήρεμα στην καλύβα του Μέρλιν και ο Αρθούρος άρχισε κιόλας να παραμορφώνεται. Έμαθε μάλιστα να συντάσσει και επιστολή σε δόσεις.Όμως την ηρεμία χάλασε μια απρόσμενη επίσκεψη, που πάγωσε στην κυριολεξία το νεαρό μαθητευόμενο , καθώς την πόρτα χτύπησε ο θετός του πατέρας, μουντζώνοντας και γρυλίζοντας σαν αγρίμι. Ο Μέρλιν τότε, προσπάθησε να τον καθησυχάσει, δίνοντας του να πιεί ένα μαγικό και κατευναστικό βοτάνι. Και το θαύμα εγένετο !Ο μουγγός ξεμουγκάθηκε στα σβέλτα και άρχισε μάλιστα να «κελαηδάει» με Ισπανική διάλεκτο, κάτι που όμως αιφνιδίασε δυσάρεστα δάσκαλο και μαθητή.«Βρέ θκατόπαιδο,έτθι αφήνουνε τα πρόβατα,χωρίθ να τα αρμεκθουνε?», φώναξε γιομάτος νεύρα, σπρώχνοντας μάλιστα τον Αρθούρο να βγεί έξω απ την καλύβα του Μάγου και να τον ακολουθήσει στο μαντρί.«θα θε δέθω βρέ και θα θε πάρω ακόμα και θηκωτό ,θέθ ,δε θέθ!», του φώναξε οργισμένα ,κουνώντας απειλητικά την γκλίτσα του πάνω απ το κεφάλι του. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στη μέση ο Μέρλιν και με Γαλατική ευγένεια, προσπάθησε να τον ηρεμήσει, λέγοντας του ,«παγακαλώ κύγιε,δεν πγέπει να μαλώνετε τον αυγιανό Βασιλιά μας,είναι ντγοπή !».Τότε τα μάτια του τσέλιγκα και θετού πατέρα του Αρθούρου,πετάχθηκαν στην κυριολεξία έξω από τίς κόγχες τους.«Θκατόπαιδο,ώθτε μ αυτή τη γεροθυκιά νταραβερίδεθαι και παράτηθεθ τιθ προβατίνεθ χωρίθ να τιθ αρμέγειθ?» Τότε ο Αρθούρος,γυρίζωντας προς τον Μέρλιν, τον ικέτεψε να επαναφέρει τη μουγκαμάρα στο θετό του πάτερα ,ώστε τουλάχιστον να μη τον ακούει.. Ομως ο Μάγος,δεν μπορούσε να το κατορθώσει, παρά τα ματζούνια που έριξε στη μαγική του χύτρα. Μπορούσε όμως να του αλλάξει τη γλώσσα, ώστε να μη τον καταλαβαίνει κανένας.«Αμπγα κατάμπγα,τσελιγκάμπγα Ταγαμάγμπγα!», φώναξε σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του ένω συγχρόνως πετούσε στα μούτρα του Τσέλιγκα ,σκόνη από πρωτόγεννη τυφλόμυγα ,μαζί με περιττώματα χωλού γαιδάρου.Ξαφνικά, ο τσέλιγκας άρχισε να μιλάει μια ακατάληπτη γλώσσα ,που δεν θα μπορούσε να την καταλάβει κανένας στην Ουαλία και στα πέριξ.«Αραχουαχουαλαχμπίμ μπαχαλοχαριέτ αρλουμπαρίμ»,φώναξε απηυδισμένος στο τέλος κλείνοντας ξοπίσω του τη πόρτα.«Ουφ ησυχάσαμε δάσκαλε μου, όμως φοβάμαι για τη ζωή του» ψέλλισε ο Αρθούρος.«Μα γιατί φοβάσαι νεαγέ μου, ποιός μπογεί να καταλάβει μια νεκγή γλώσσα?»,είπε ο μάγος απορώντας για τους φόβους του Αρθούρου. Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-04-2011 |