Τα Μάτια

Δημιουργός: Μιχάλης Σκουλάς, Μιχάλης Γ. Σκουλάς

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στο πέλαγος τα χρώματα μιλούν
ήχους παρθένους τα αυτιά ακούν
ένα λευκό πουλί πετούσε
στην χαραγματιά του Χρόνου

Κι ο ήλιος μες τα μάτια του
φώτιζε την στιγμή που δεν υπήρξε φωτεινή
ο αγέρας δρόσιζε την καυτή του ανάσα
και η οργή ξεθύμανε σαν το κερί

Τα χρώματα γεννήθηκαν λευκά
έφηβοι πια δοκίμασαν την φορεσιά τους
κι είπαν να συναντιούνται μετά την καταιγίδα
και να αγκαλιάζονται σφιχτά

Η ανθρώπινη μοίρα, ευφυολόγημα
η φαντασία ο μόνος νικητής
που θριαμβεύει των ονείρων ανίκητος ιππότης
υποκλίνεται όμως στον Χρόνο με ταπεινότητα

Είναι ο μόνος κυρίαρχος
η ροή του ξεπλένει και βρωμίζει
το καθαρό και το βρώμικο
σε έναν αέναο χορό του Ζαλόγγου

Θυσία οι ημέρες και οι νύχτες μας
που με γενναιότητα αντέχουν την ύπαρξη τους
μέχρι το τελικό τους άλμα προς την μνήμη

Στην ράχη του δελφινιού οι ψυχές μας
κρατιούνται με χαμόγελο θρηνώντας
τις στιγμές που χάνονται σε κάθε άλμα
μα η αλμύρα των δακρύων ξεπλένει τον θρήνο

Τίποτα δεν υπάρχει χωρίς το παρόν του
ανάσα δεν χαρίζεται χωρίς προσπάθεια
και ο αγέρας σε πνίγει όταν σου μαστιγώνει το πρόσωπο

Μακάριοι οι ανασαίνοντες με τόλμη
αυτοί που μάχονται τους Πέρσες της ψυχής τους
και επιλέγουν σαν τροφή το δάκρυ των μανάδων τους

Γιατί τούτος ο κόσμος ο παλιός και ο νέος
δεν υποκλίνεται σε τίποτα
παρά μόνο στον Χρόνο και τους αγγέλους του

Όποιος καλπάσει πάνω στην στιγμή
και λαχταρήσει την ορμή του Χρόνου
κείνος θα μείνει αιώνια στην Γη
γιατί τον Χάρο θα νικήσει

Εραστές με τόση ομοιότητα και οι δύο
στον οργασμό τους κάθε αρχή και τέλος
όμως τα μάτια είναι η αφορμή
για να φιλιώσουμε μαζί τους

Ένα βλέμμα στις βουνοκορφές
εκεί που ο ήλιος χαϊδεύει την Πλάση
είναι το νέκταρ της ύπαρξης

Μέρα η μάνα του Χρόνου
νύχτα η μάνα του Χάρου
στροβιλίζονται αέναα
καταβροχθίζοντας ανθρώπους

Όμως η μνήμη της βουνοκορφής
δεν αναλώνεται όταν φυλάς ένα κομμάτι
της ψυχής σου για κείνη

Και όταν η λαιμαργία τους σε προσεγγίσει
διάλεξε την βουνοκορφή για την μάχη σου
γιατί εκεί θα βρεις τους μόνους φίλους

Γι’ αυτήν την μάχη κλαίμε στο πρώτο μας φως
γιατί φοβόμαστε το πρώτο μας σκοτάδι
όμως το φως διαλύει πάντα το σκοτάδι
όσο μικρό και ταπεινό κι αν είναι

Φώτισε την κάμαρα της ψυχής σου
με την φλόγα της βουνοκορφής
που περιμένει με αγάπη τον Ήλιο
κάθε μέρα σαν τον πρώτο της έρωτα

Και κλείσε εκείνη την στιγμή στα μάτια σου
την ιεροτελεστία της ύπαρξης
φυλαχτό ανάσας και φωτός
σε κάθε καταιγίδα

Γιατί εντέλει τα μάτια είναι
το σπίτι της ψυχής μέχρι τον θάνατο
κι ίσως τα αστέρια να ναι τα μάτια
των νεκρών που φωτίζουν τις νύχτες μας.

Μιχάλης Σκουλάς
(miskoulas.wordpress.com)






Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-04-2011