Κάθοδος

Δημιουργός: artemis dimitriou, Μαριλένα

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

... Κάποτε,
πριν τα θεριά ξυπνήσουν στην ψυχή μου,
άνοιξη ήτανε θυμάμαι,
Ξεκίνησα στη ζωή να πορευθώ.
Με σταθερή πορεία προς το Βορά,
ακολουθώντας τ’ άστρο του,
σε κάποιο μέρος άγνωστο.
Κάπου, όπου ο ήλιος,
ήταν καιρό τώρα νεκρός
Εκεί, που ακόμα κι ο Θεός,
αρνήθηκε τη μέρα.
Δρόμοι αδιάβατοι, δύσκολοι,
μέσα σε σκοτεινά σοκάκια,
που οδηγούσαν σ’ έρημα αρχοντικά
εγκαταλειμμένα.
Κάστρα φαντάσματα.
σε σκοτάδι ατελείωτο, βαθύ,
κρυμμένο απ’ τα εγκόσμια.
… Στο χάος.
Το κρύο θέριευε, η ομίχλη υγρή
κι ο θάνατος πλανάται
εισπνέοντας ψυχές,
που απ’ το φώς ξεστράτισαν
και έχασαν το δρόμο.
Κι εγώ, όλο περπάταγα,
στα μαύρα τυλιγμένη ξυπόλυτη,
με ανοιχτές πληγές και παγωμένη.
Και η ομίχλη πύκνωνε
και η ματιά μου θόλωνε
Ο ορίζοντας χανόταν.
Στάχτες παντού.
Το αίμα φριχτό, πηχτό,
έρρεε απ’ τις ανοιχτές πληγές μου,
μολύνοντας το χιόνι,
με της οργής το κόκκινο
και το μαύρο του θανάτου.
Σκόρπια ερείπια παντού,
σάπια κουφάρια καραβιών
δέσποζαν τριγύρω.
τι μυρωδιά απαίσια!
Πόσο φοβάμαι Θε μου!
Την κάθοδο τούτων των ψύχων στον Άδη.
Τα πόδια μου έτρεμαν,
μα ο τάφος περίμενε,
υγρός κι αχόρταγος.
Δίχως έλεος,
στην άβυσσο του ερέβους να τις πάρει.



Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-04-2011