Εγώ κι Εκείνη

Δημιουργός: Jorlin

... κι όμως, πολλοί με είπαν τρελό που δε διάλεξα τον καμένο Παράδεισο...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Την είδα να μου γνέφει από μακριά
Και τρόμαξα
Με φόβισαν
Τ’ αγέρωχα μάτια της
Τα μακριά κόκκινα νύχια της
Θέλησα να κρυφτώ, να μη με βρει
Ζήτησα καταφύγιο στον καμένο μου Παράδεισο
Εκλιπαρώντας μάταια για λίγη δροσιά
Μια πράσινη γωνιά
Μια δροσερή, αναζωογονητική αγκαλιά
Αρπάχτηκα από το διάφανο χεράκι
Ενός εμβρύου ονείρου
Που χρόνια τώρα δεν έλεγε να γεννηθεί
Τα μακριά κόκκινα νύχια της
Μου έγνεψαν από μακριά
Είδα στην παλάμη της γραμμένη τη μοίρα μου
Και τρόμαξα
Πώς τρόμαξα!...

Ο Παράδεισός μου διαλύθηκε, στάχτη έγινε
Το έμβρυο όνειρό μου πέθανε αγέννητο
Κι ήξερα καλά πια
Πως άλλη δεν υπήρχε για μένα από εκείνη
Με τ’ αγέρωχα μάτια
Με τα μακριά κόκκινα νύχια
Εκείνη
Την τόσο όμορφη
Και τόσο φοβερή συνάμα…

Τη ζύγωσα
Τη γράπωσα απ’ τα φλόγινα μαλλιά της
Έπεσα πάνω της με πάθος
Και της έκανα έρωτα
Τα νύχια της χάρασσαν το δέρμα μου παντού
Με μάτωναν και με πονούσαν
Μα πάνω στο κορμί της το πανέμορφο
Διάβαιναν ήλιοι, σεληνιακά τοπία, καλοκαίρια
Παραλίες, κρυστάλλινες θάλασσες
Κιθάρες και φωτιές στην αμμουδιά
Μπαράκια, νεανικά ξεφαντώματα
Ποτά, τραγούδια και μουσικές
Παρέες και γέλια κι εκδρομές
Κι έρωτες, πλήθος έρωτες
Με αστέρια στα μάτια και γιασεμιά στα μαλλιά
Αχόρταγα γευόμουν πάνω στο σώμα της
Όλες τις υπέροχες εικόνες
Ενώ τα μακριά κόκκινα νύχια της
Με χάρασσαν αλύπητα παντού
Αχόρταγα γευόμουν και ηδονιζόμουν
Αδιάκοπα με χάρασσε και πληγωνόμουν
Κι έσμιγαν τα πικρά υγρά του πόνου μου
- δάκρυα κι αίματα –
Με τους γλυκούς χυμούς της ηδονής μου
Στον πιο μεγάλο ποταμό
Αυτόν της ζωής μου…

Όταν τελειώσαμε
Μια ήρεμη ευτυχία με τύλιγε
Αντάμα μ’ ένα θολό πέπλο πόνου
Φίλησα ξανά και ξανά και ξανά με λαχτάρα
Του κορμιού της όλες τις πανώριες εικόνες
Κι εκείνη χάιδεψε τις βαθιές, άγριες ουλές μου και είπε:
«Είναι οι πληγές της Μοναξιάς.
Δε μπορώ να σου πω πότε θα επουλωθούν
Μα σου υπόσχομαι πως θα μάθεις να ζεις μ’ αυτές.»

Σηκώθηκε
Κι ολόγυμνη πήρε το μονοπάτι
Που οδηγούσε βαθιά μες στην καρδιά μου
«Ποιο είναι τ’ όνομά σου;», πρόλαβα να της φωνάξω
Κι εκείνη μου απάντησε:
« Ε λ ε υ θ ε ρ ί α . . .»

Δημοσίευση στο stixoi.info: 25-04-2011