Ή καμπάνα

Δημιουργός: merlin17254, Γιωργος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

΄Η καμπάνα.

Λυπητερά άκούστηκε, τό βράδυ ή καμπάνα
καί όλοι κοιταχτήκανε, τί τάχα νά συμβαίνει.
Μιά χούφτα ήσαν άνθρωποι κι αυτοί άποσταμένοι,
απ΄τής ζωής τόν κάματο, στά γηρατειά χωμένοι.

Ό ήχος ήταν πένθιμος, σάν νά μοιρολογούσε,
πάνω άπό μνήμα ταπεινό, άδειο, φρεσκοσκαμμένο,
πού ζήταγε γιά συντροφιά, κάποιον τελειωμένο,
άπό τούς λίγους πούμειναν, πρίν ν άνεβούν στό τραίνο.

Κατέβηκε τό σύννεφο, σάν ήχησε ή καμπάνα
καί στίς καρδιές τών χωριανών, έπεσε παγομάρα.
Τόξεραν τό συναίσθημα, σάν βάρκα στήν άντάρα.
Σάν πού σέ κάλεσμα Θεού, λυώνεις άπ τήν τρομάρα.

Στό καφενείο τό μικρό, στήν σόμπα έκεί τριγύρω,
βγάλανε τίς τραγιάσκες τους, στά μάτια κοιταχτήκαν.
''Ποιός νάναι τούτη τήν φορά ?'', σιγά άναρωτηθήκαν.
Τσούγκρισαν τήν ρετσίνα τους, τήν ήπιαν κι εύχηθήκαν.

'' Είθε νά έλθει γρήγορα, τό τραίνο νά μάς πάρει,
στόν πάνω κόσμο έκεί ψηλά. Καί μόνο ψαλμωδίες
άγγέλων νά άκούγονται, ούράνιες μελωδίες,
χωρίς καμπάνες πένθιμες, θανάτους, τραγωδίες.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-04-2011