भज गोविन्दं Δημιουργός: anuya, Diogenees Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center][color=black][font=Sylfaen]το τραγούδι που να σου πώ δέν τόλμησα
τώρα που έχει η ψυχήσου βγεί θα σου το πώ
गोविन्दं कृष्णं भज भज गोविन्दं
αφοσιώσου στον όμορφο μελαψό θεό
απο τώρα στου θεού εθίσου το όνομα
गोविन्द गोविन्द गोविन्द गोविन्द
(κι άλλο αν ζούσες δέν θα τολμούσα να σ’το πώ)
στου θανάτου την ώρασου την απευκτέα
τότε δέν θα σε σώσει ούτε η τηλεόραση
ούτε οι εγκυκλοπαίδειες ούτε τα βιβλία
ούτε η χαριτωμένη αρχαία γραμματική
αλλα αγάπα με όλησου την ισχύ τον θεό
άνθρωπος κοντινός δέν σου έμεινε κανείς
μόνο εμένα να συναντάς χαιρόσουνα
με ρωτούσες και σου έλυνα τις απορίες
ακαδημαϊκές και γραμματολογικές
σου εύρισκα και τα τζάμπα που ήθελες βιβλία
τζάμπα ξύδι είναι κι απ’ το μέλι πιό γλυκό
μόνο εγώ είχα σε εκείνο μπεί το σπίτισου
που ήταν κάποτε ωραίο αλλα το ρήμαξες
η εικονίτσα της παναγίας και του χριστού
φλόμωνε απο τον τοίχο στην αθλιότητα
ούτε ζώα εκει μέσα δέν θα μένανε
έφτανε το σκουπιδαριό ώς το γόνατο
κυριολεκτικά που άφηνες στο πάτωμα
πλαστικές σακκούλες και ανάμεσα χαρτιά
μάταια σου έλεγα να επαναχρησιμοποιείς
τις σακκούλες και απ’ το σωρό να απαλλαγείς
θα έρθω εγώ να σου καθαρίσω σου έλεγα,
πέςμου πότε, χωρίς να πάρω ούτε ένα ευρώ
θα σου αφήσω το πάτωμα όλο καθαρό
σου το πρότεινα σου το ξαναπρότεινα
και ξανά σ’το’πα εσύ όμως δέν δεχόσουνα
μή χαθεί κανένα άρθρο ωραίο στο πέταμα
μα άς ξεδιάλεγες όπως θα καθάριζα
τώρα να διατηρήσεις τί κατάφερες;
ή φοβόσουν μή διεκδικώ κληρονομιά;!
πόσες να κουβαλάς φορές σε βοήθησα
ώς το σπίτι γεμάτες τις σακκούλεςσου
και σε στήριζα σάν η ζάλη σε έπιανε
του διαβήτη μέχρι να μπείς στο σπίτισου
κι όταν κάηκε μιά πρίζασου ήρθα βοήθησα
ρεύμα απο άλλη να παίρνεις πρίζα σου έδειχνα
που είχες μείνει στη μέση στο μαγείρεμα
το γκαζάκισου πώς να ανάβεις σου έδειχνα
μποτιλάκι είχε αλλα ποτέ δεν το άναψες
πώς το ανάβουν δέν έμαθες ουδέποτε
είχες τον αναπτήρα για το κάπνισμα
πώς ανάβουν τσιγάρο γνώριζες καλά
ο διαβήτης πολλές φορές σε χτύπησε
μιά φορά μπήκαν και σου κλέψανε λεφτά
αλλα πάλι λεφτά πολλά σου μένανε
μόνο ο ήλιος που δέν μπορούσε να τα δεί
στα συσσίτια για τους απόρους έτρωγες
όταν σε είδα στο δρόμο που κατούρησες
βήμα ανοίγοντας μάκρυνα προτού με δείς
σε είδα πρίν απ’ τη μεγαλοεβδομάδα μιά
στα χείλη είχες απο φαΐ υπολείμματα
και με ρώτησες «έχεις κάνα ωραίο βιβλίο
να διαβάσουμε;» - βέβαια έχω απάντησα
το έχω εδώ κι ένα χρόνο τότε το ήθελες
τότε μιά καθηγήτρια παρακάλεσα
και το ζήτησε εκείνη απο τον άντρατης
πήρε εκείνος απο το λύκειο το βιβλίο
κι έτσι το έχω, το διάβασα είναι ωραίο βιβλίο
φιλοσόφων αρχαίων ελλήνων κείμενα
έχει και για τα νικομάχεια ηθικά
για τα οποία η περιέργεια τότε σου είχε μπεί
θα σ’το φέρω είπα τώρα άσ’το άσ’το απάντησες
σάν να το ήξερες οτι δέν προλάβαινες
να το διάβαζες διότι ο κλέφτης σε έφτανε
κλέφτης ζωής που τα χρήματα δέν σου άγγιξε
ένας έρμος μονάχος πέθανε είπανε
ύστερα απο τρείς μέρες το αντιλήφθηκαν
το βιβλίο άν προλάβαινες και διάβαζες
η ψυχή πώς διαβαίνει σε άλλο σώμα λέει
το τραγούδι που δέν τολμούσα να σου πώ
τώρα σου είπα στου θεού εθίσου το όνομα
άλλος δέν θα σε σώσει όταν τελειώνει η ζωή
τόσην ώρα που αυτό το ποίημα σου έγραφα
θα σου αλάφρωνα απ’ τη βρωμιά το πάτωμα[/align] Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-05-2011 |