το μονοπάτι της γνώσης (επεισ 37) Δημιουργός: marakos poureitzer, ΜΑΡΙΟΣ ΖΑΜΠΙΚΟΣ http://stixoi.info/stixoi.php?info=Collections&act=details&collection=955 Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Δυό πανύψηλα όντα, που είχανε «αναδυθεί» μέσω κάποιου μηχανισμού μέσα από το δάπεδο, φορώντας ένα είδος σκάφανδρου, μ ένα προβολέα προσαρμοσμένο στο πάνω μέρος του «κεφαλιού» τους και με δρέπανα στις θέσεις των χεριών, προκάλεσαν τον πανικό στους υποχθόνιους, που όμως δεν μπορούσαν να κινηθούνε απ τις θέσεις τους. Ήταν οι περιβόητοι «μονόφθαλμοι »,μηχανικά πλάσματα, που είχανε ένα και μοναδικό σκοπό, να κατατεμαχίζουνε υποχθόνιους και με τα μέλη τους ,να ταΐζουνε τα μεγάλα σαυροειδή, τους «δράκοντες»,ένα είδος σαυροειδών,παρόμοιο με τους δράκους το Κομόντο, που ζούσανε απομονωμένοι σε βαθύτερα σημεία του υπόγειου κόσμου. Οι Άρπυες ,είχανε ήδη εγκαταλείψει το χώρο, αφού είχανε ολοκληρώσει την καταμέτρηση και απογραφή των υποχθόνιων, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους «μονόφθαλμους».Ο Αμαντέους,με τη φρίκη στα μάτια, είχε στην κυριολεξία «παγώσει» και δεν μπορούσε να κάνει βήμα από τη θέση του, φροντίζοντας παράλληλα να ακουμπά συνεχώς με την πλάτη στα τοιχώματα του σπηλαίου, ώστε να γίνεται ένα με το ανάγλυφο του, δηλαδή ,«αόρατος». Κάθε μετακίνηση ,ήτανε άκρως επικίνδυνη, καθώς θα φαινότανε το περίγραμμα της αύρας του, που θα είχε σαν αποτέλεσμα τα κάθε μορφής πλάσματα ν απορροφήσουνε την αιθερική του ενέργεια .Το ίδιο ίσχυε για τον γέροντα συνοδό του, που ακολουθούσε σε πολύ κοντινή απόσταση ξοπίσω του.
Κάποια στιγμή,όταν η σφαγή τέλειωσε και οι «μονόφθαλμοι» αποχώρησαν, το δάπεδο στο σημείο στο οποίο είχε γεμίσει από διαμελισμένους υποχθόνιους της πρώτης σειράς , «άνοιξε», ώστε οι σάρκες τους να καταλήξουνε απ ευθείας στο κατώτερο σημείο του υπέδαφους, εκεί που ζούσανε οι αδηφάγοι δράκοι..Ο σβόλος, ήδη είχε επιστρέψει κοντά του και έγινε ξανά προπομπός του, προτρέποντας τον να βιαστεί και να τρέξει προς την στριφτή σκάλα στην απέναντι πλευρά, πριν οι υποχθόνιοι αρχίσουνε και πάλι να κινούνται ελεύθερα στον χώρο.
«Έλα,τι περιμένεις,τρέξε επιτέλους, πριν αρχίσουνε να κινούνται οι εγκληματίες»,του είπε τηλεπαθητικά, αλλάζοντας διάφορα χρώματα.«Εγκληματίες?» ,ρώτησε ο Αμαντέους, ,απορώντας, γιατί νόμιζε πως αυτά τα όντα ήτανε ίδια μ εκείνα για τα οποία είχε πάρει την εντολή ν ανοίξει την πύλη για να επιστρέψουνε στον υπόγειο κόσμο τους.
«Είναι το μιαρότερο είδος που υπάρχει ανάμεσα στους υποχθόνιους,μια υποφυλή εκφυλισμένη,που τρέφεται εκτός από την ενέργεια και με τα όνειρα του κάθε πλάσματος,ακόμα και του δικού τους είδους. Όμως η θανατική ποινή ,ήτανε απαράδεκτη για τον αναζητητή και μάλιστα εφ όσον αφορούσε τον ονειρικό κόσμο.«Είναι άδικο !»,ψέλλισε ,στρεφόμενος προς τον συνοδό του που τον ακολουθούσε από κοντά.«Γιατί είναι άδικο αναζητητή, την στιγμή που τα πάντα ξεκινούνε από το όνειρο ?»,του απάντησε με ερώτημα ο γέροντας.«Και είναι τόσο μεγάλο έγκλημα ,ώστε να καταδικάζεται κάποιος σε θάνατο ,λόγω των ονείρων γέροντα?» ρώτησε με την σειρά του ο Αμαντέους,προσέχοντας συγχρόνως να βαδίζει με την πλάτη στον τοίχο, μέχρι την βάση της στριφτής σκάλας που τον περίμενε ο σβώλος.«Δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα, όταν παρεισφρήσεις σ ένα όνειρο και το μεταβάλεις σε εφιάλτη, σβήνοντας καθ ελπίδα για δημιουργία νεαρέ μου φίλε. Όλα λοιπόν ξεκινούν από το όνειρο, που είναι προπομπός της δημιουργίας»,είπε και συνέχισε ,«Ο κόσμος δεν θα είχε προχωρήσει επιστημονικά, αν δεν υπήρχανε όλοι αυτοί οι «ονειροπόλοι», που μέσα από ένα όνειρο ,προχώρησαν στην πρακτική εφαρμογή κάποιας εφεύρεσης τους.«Διαφωνώ κάθετα, δεν το «ονειρεύτηκαν», αλλά το φαντάσθηκαν γέροντα !» ,απάντησε με ύφος θριαμβευτικό.«Μα και η φαντασία, είναι ένα όνειρο, που το βιώνουμε εν εγρηγόρσει, καλέ μου φίλε !»,του απάντησε εκείνος, σπεύδοντας να καλύψει την απόσταση, που είχε ήδη μεγαλώσει ανάμεσα τους.
συνεχιζεται
Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-05-2011 | |