Βασιλιάς Αρθούρος (επεισ 5) Δημιουργός: marakos poureitzer, ΜΑΡΙΟΣ ΖΑΜΠΙΚΟΣ http://stixoi.info/stixoi.php?info=Collections&act=details&collection=1006 Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info «Καλώς το παλικάγι,», αναφώνησε ο Γαλλικής καταγωγής πεταλωτής-σιδεράς Ντ Αμονί Σιλανσιέ,καθώς είδε τον Αρθούρο,να μπαίνει φουριόζος στο εργαστήρι του.Ο Αρθούρος, όμως χωρίς καν ν απαντήσει, άρχισε να περιηγείται βιαστικά το χώρο, ενώ το αρνάκι στους ώμους του βέλαζε σπαρακτικά.«Άσε το αγνάκι κάτω δικέ μου ,γιατί φοβάται μη το πεταλώσω και πες μου τί ακγιβώς ψάχνεις?»,τον ρώτησε τραβώντας τον απότομα απ το χέρι. Αλλά και πάλι ο Αρθούρος δεν έβγαλε άχνα, παρα μόνο ακούμπησε το αρνάκι στο έδαφος και το έδεσε σε μια γωνία του εργαστηρίου .«Μήπως ντγέπεσαι να μου ζητήσεις να σου φτιάξω μια ζώνη αγνότητας για την κυγά σου?», συνέχισε,κλείνοντας του με σημασία το μάτι .«Δηλαδή,κόβει τα πάντα η ζώνη αγνότητας, θες να πείς μάστορα ?»,ρώτησε ο Αρθούρος παίρνοντας το πιο ηλίθιο ύφος του κόσμου .«Κόβει ανταγιασμένα πουλιά,βγε ψυμάγι,όταν είναι κλειδωμένη !»,απάντησε νευριασμένα ο Ντ Αμονί, τραβώντας με απόγνωση τα μαλλιά της περούκας του. ..«πάντως Φόγεσε την κι εσύ ζουγλέ, γιατί απ ότι βλέπω,θα σου γχειαστεί σύντομα εδώ κάτω, με τους νταβλαντισμενους που μαζεύτηκαν για το βουγκόσπαθο και δεν ξέγουν πού να ξεχαγμανιάσουν!», συνέχισε , χαχανίζοντας με σημασία.
Με τα πολλά, ο Αρθούρος , προσπάθησε να του δώσει να καταλάβει ,ότι έψαχνε για ένα τσεκούρι.«Πρέπει να την τσεκουρώσω, κατάλαβε με επιτέλους» ,ψέλλισε , έτοιμος να βάλει τα κλάματα.«Δεν χγειάζεται να τηνς τσεκουγωσεις ,για να της φογέσεις μετά τη ζώνη βγε αμπνόγμαλ,αφού όλες τσεκουγωμένες είναι από γεννησιμιού τους», φώναξε έξαλλος ο Ντ Αμονί, σπεύδοντας να κρυφτεί πίσω από τα αμόνι του.Τελικά, τού έφτιαξε το τσεκούρι ,μετα από πολλές επεξηγήσεις και αφού πολυσταυροκοπήθηκε δεόντως ,κράτησε το αρνάκι για το τσουκάλι του.Βγαίνοντας απ το εργαστήρι του Ντ Αμονί,ο Αρθούρος ,κατευθύνθηκε στα σβέλτα προς την βελανιδιά, που έριχνε ακόμα τη σκιά της στο βουρκόσπαθο.Αρχισε λοιπόν να την τσεκουρώνει πριν να πέσει ο ήλιος, ώστε να προλάβει και ν αρπάξει το σπαθί έγκαιρα και επι του ασφαλούς.Γύρω του μαζέυτηκαν μπρατσάτοι κρεμανταλάδες,που τον κοιτούσανε με απορία αλλά και περιέργεια ,ξύνοντας τις ξυρισμένες κεφάλες τους.Ξαφνικά,η βελανιδιά έγειρε, αλλά αντί να πέσει προς την πλευρά του βούρκου,ώστε να γίνει η γέφυρα που σκαρφαλώνοντας πάνω της θα έφτανε το σπαθί,έπεσε προς τα μέσα.Ένα εκκωφαντικό δυνατό «κράτς» ακούστηκε και στη συνέχεια μια καλύβα που βρισκότανε ακριβώς πίσω της ,έγινε ένα με το χώμα. Εκείνη τη στιγμή το χέρι της κυράς της λίμνης αναδύθηκε και με τα πέντε δάχτυλα ανοιχτά, ενώ οι παριστάμενοι, τον έστρωναν ήδη στο κυνήγι, μετα την καταστροφή της καλύβας τους.Μόλις και που πρόλαβε,να μπεί στο εργαστήρι του Ντ Αμόνί και να βάλει στην πόρτα την μπάρα.«Γρήγορα μια ζώνη αγνότητας για μένα μάστορα, την έβαψα» ,ψέλλισε ξεψυχισμένα .
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-05-2011 | |