Κι οι ποιητές της ζωής πάντα θα ζούνε

Δημιουργός: Ξεθωριασμένη Αστερόσκονη

Καλή μας μέρα.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Πώς περνάνε οι στιγμές να πάρει. Πώς ξεχνιούνται τα λεπτά μέσα στις ώρες, μέσα στους μήνες, στις πόλεις, στα πολλαπλάσια του χρόνου και στα χάος του χώρου. Πως ξεχνιούνται τα λεπτά ανάμεσα στις θύμησες του χθες και στα προδωμένα προ πολλού όνειρα του αύριο. Πώς είναι έτσι η ζωή να πάρει. Ξυπνάς μια μέρα κι είναι σαν να έχει καεί κατί μέσα σου για πάντα. Και τότε με δάκρυα από καπνό στα μάτια, κλείνεις τα παντζούρια σου και ζεις εντός των τειχών για όσο βαστάει. Σε πληγώνουν τα σκοτάδια σου, μα κι ο θάνατος εθισμός δεν είναι; Σαν όλα τα άλλα. Σαν τις εφήμερες ζωές που ζούσες πριν κλείσεις τα παντζούρια. Πώς παρασυρόμαστε εμείς οι άνθρωποι, πώς σερνόμαστε από υπόσχεση σε υπόσχεση, από χαμόγελο σε χαμόγελο, από ψέμα σε ψέμα.

Τι να πω κι εγώ για τον εθισμό στα ψέματα. Ή μήπως να μιλήσω για τον εθισμό στις αυταπάτες. Ή καλύτερα γι’αυτή την κατάρα που διατάζει να επιμένουμε σε ότι μας πάει κόντρα. Πόσα ξένα φουστάνια φόρεσα κι εγώ υποστηρίζοντας καθέτως πως μου πάνε γάντι. Κάθε εποχή κι ένας άλλος εαυτός, ολοκαίνουριος, μια να ζητώ το παιχνίδι και μια την ηρεμία του κλουβιού μου. Πότε θύμα του πάθους για περιπέτεια και πότε ο εξουθενομένος τουρίστας που ψάχνει για σπίτι. Η ζεστασιά ενός και μόνο φιλιού ενάντια στην ανικανοποίητη ανάγκη για αυτό το ‘κάτι’ που μας λείπει. Συλλογή από φθαρμένες μάσκες. Πεταμένες γύρω-γύρω. Κι ένας λογαριασμός για στιγμές αναξιοποίητες, το τίμημα της απραξίας. Πάντα στο μηδέν και πάντα μείον. Και πάντα μια μάσκα στην άκρη, έτσι για να μου βρίσκεται κανένας εύκολος ρόλος για τη δύσκολη ώρα.

Πώς ξυπνάμε καμιά φορά γυμνοί να πάρει. Χωρίς όλα τα λούσα που φορτωθήκαμε κι όλες τις ψευδοαλήθειες που πιστεύαμε προσωρινά, για να περνούνε τα φθινόπωρα μόνο και μόνο για να έρθουν οι χειμώνες. Πώς ξυπνάμε με το (άδειο) μέσα μας καμένο. Πώς γίνεται καμιά φορά και ξυπνάμε στο σκοτάδι, δεν μου λες; Με τα παράθυρα ορθάνοιχτα κιόλας, με τον ήλιο κατακούτελα, να λάμπει.

Φοβόμουν το σκοτάδι. Με τα παράθυρα ορθάνοιχτα κοιμόμουν μέχρι που μια μέρα ξύπνησα γυμνή και ζαλισμένη. Έκλεισα και τα παράθυρα όλως παραδόξως. Και κάπου εκεί, μέσα στον καπνό και μέσα στο σκόταδι, μια σκια μου χαμογέλασε και μου ‘δωσε το χέρι. Μπορεί και να ‘ταν η σκια μου, αλλά ίσως και πάλι να ‘ταν η δικιά του. Εγώ, αυτός κι ο εαυτός μου, ο εαυτός μας κι αυτό μετραέι. Το ‘κάτι’ μας, εκείνο το ‘συν κάτι στιγμές’ που ζούμε. Είναι ωραία η ζωή αν την πιστεύεις για σένα. Εσύ πιστεύεις; Να πιστεύεις. Όχι στα μεγάλα. Στα μικρά, στα καθημερινά, στα ωραία.

Είναι μεγάλο το ‘γιατί’ για να είσαι πάντα ο ‘επιστήμονας’, ο ‘ηθοποιός’, ο χαμένος μέσα στις παρατημένες μάσκες.

Κι οι ποιητές της ζωής πάντα θα ζούνε. Καλή μας μέρα.

[align=right]Ξεθωριασμένη Αστερόσκονη[/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-05-2011